Πάντα πίστευα ότι στη τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Κάπου μέσα στην καλλιτεχνική και βιωματική εμπειρία του δημιουργού υπάρχει εκείνος ο σπόρος που περιμένει μια στιγμή έμπνευσης για να ανθίσει, όπως κάνει το λουλούδι μετά από ένα καλό πότισμα. Η διακειμενικότητα, άλλωστε, ως το σύνολο των σχέσεων που αναγνωρίζει ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού κειμένου ανάμεσα σε αυτό και σε άλλα κείμενα, είναι στοιχείο που “ανεβάζει” την αξία ενός έργου, παρέχοντας του τα κατάλληλα ερείσματα στην πολιτιστική και καλλιτεχνική πραγματικότητα και προσφέροντας κίνητρα για μια περαιτέρω εξερεύνηση και μετανάγνωση κοινών προβληματισμών και μοτίβων που εμφανίζονται ξανά και ξανά στη λογοτεχνική -και όχι μόνο- παράδοση και νεωτερικότητα. Το συγγραφικό ντεμπούτο της C.J. Tudor μου έφερε αυτό ακριβώς το πράγμα στο μυαλό, αφού είναι ντυμένο με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του “It” του Stephen King και του “Stranger Things” του Netflix.
Πρόκειται για μια ιστορία μυστηρίου που λαμβάνει χώρα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και εξελίσσεται σπονδυλωτά σε δύο χρονικά επίπεδα (1986 -2016), τα οποία εναλλάσσονται σε κάθε κεφάλαιο. Ο 12χρονος Eddie Adams και η παρέα του ανακαλύπτουν έναν μυστικό κώδικα, ώστε να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να τους αντιλαμβάνεται ο υπόλοιπος κόσμος. Έχοντας ο καθένας το δικό του χρώμα κιμωλίας σχεδιάζουν σύμβολα, τα οποία έχουν ξεχωριστό νόημα γι’ αυτούς. Τα πράγματα παίρνουν μια λιγότερο παιδική τροπή, όταν τα σύμβολα αυτά, τα ανθρωπάκια από κιμωλία, αρχίζουν να εμφανίζονται σε μέρη όπου πραγματοποιούνται αποτρόπαια εγκλήματα, που θα στοιχειώσουν τους πρωταγωνιστές μέχρι την ενήλικη ζωή τους, παραπέμποντας στο “Mystic River” του Clint Eastwood. Παράλληλα, η μικρή κοινωνία στην οποία ζουν οι ήρωες του βιβλίου φαίνεται να διαποτίζεται από μυστικά, τα οποία έχουν αρχίσει να τη δηλητηριάζουν πολύ πριν κάνει την εμφάνισή του ο “Άνθρωπος Κιμωλία”.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι “Ο Ανθρωπος Κιμωλία” είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου που προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς στα διάφορα επίπεδα αποκαλύπτονται σταδιακά μυστικά και γεγονότα που συμπληρώνουν το αίνιγμα του Αντέρμπερι, μιας κωμόπολης στη νότια Αγγλία. Ταυτόχρονα, θίγονται χαρακτηριστικά ζητήματα που προκύπτουν σε κλειστές κοινωνίες. Ο έρωτας ενός παράξενου αλμπίνου καθηγητή με μια 17χρονη μαθήτρια, η οποία θα βρεθεί τεμαχισμένη από μια παρέα παιδιών, οι αγώνες της πόλης ενάντια σε μια γυναικολογική κλινική που πραγματοποιεί αμβλώσεις, η τρομακτική επιρροή της Εκκλησίας, η αυταρχική άσκηση της γονικής εξουσίας και άλλα πολλά με τα οποία θα έρθει αντιμέτωπος ο αναγνώστης του βιβλίου συνθέτουν τον καμβά πάνω στον οποίο θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από μια σκοτεινή παιδική ηλικία, στην ταραγμένη εφηβεία και μια στοιχειωμένη ενήλικη ζωή.
Όπως αναφέρθηκε, το βιβλίο κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, σε αυτό του 1986 και του 2016. Κατά το 2016, ο 42χρονος πλέον Eddie Adams αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο, δίνοντας ζωντάνια και παραστατικότητα στα τεκταινόμενα. Πρόκειται για το ενδοδιηγητικό επίπεδο, κατά το δομικό σχήμα του Genette, το οποίο συγκροτείται από τα γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση. Από την άλλη μεριά, το έτος 1986 συνιστά το μεταδιηγητικό επίπεδο, όπου περιλαμβάνεται από αφηγήσεις που άλλοτε συμπληρώνουν την κύρια κι άλλοτε λειτουργούν επιβραδυντικά προκαλώντας την περιέργεια του αναγνώστη, ο οποίος θέλει να διαβάσει ένα κεφάλαιο ακόμα, ώστε να καταλάβει “τι στο καλό συμβαίνει”! Επιπλέον, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν εκ των πρωταγωνιστών προσφέρει εγκυρότητα, αμεσότητα και εξομολογητικό χαρακτήρα, προκαλώντας τη συμπάθεια του αναγνώστη. Τέλος, η ίδια η χρήση σχεδίων από κιμωλία αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, το γεγονός ότι ένα παιδικό παιχνίδι γίνεται ο προάγγελος φρικτών γεγονότων προκαλεί όχι μόνο ρίγος στη σκέψη, αλλά και ένα μέσο αποκάλυψης της σήψης που κυριαρχεί πίσω από κάποια πρότυπα και αξίες που κυριαρχούν στις παραδοσιακές κοινωνίες. Ως εκ τούτου, ο μύθος που πλάθεται γύρω από τα ανθρωπάκια από κιμωλία φαίνεται να αποκτά ένα fundamentum in re, αφού αναφέρεται σε μια πραγματικότητα και μάλιστα κατά τρόπο τελετουργικό!
Καταληκτικά, Το “Ο Ανθρωπος Κιμωλία” της C.J. Tudor, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος είναι ένα έργο τρόμου και μυστηρίου που μπορεί να καθηλώσει τον αναγνώστη, παρέχοντάς του, παράλληλα, και τροφή για σκέψη και προβληματισμό.Το ανατρεπτικό φινάλε έχει ακριβώς αυτή τη λειτουργία, κλονίζοντας τους πιο παραδοσιακούς αναγνώστες και σοκάροντας τους πιο μοντέρνους. Η δυνατότητα, δε, κάθαρσης και απελευθέρωσης από το κλειστοφοβικό περιβάλλον του Αντέρμπερι είναι αμφίβολη.