O Clint Eastwood το τελευταίο διάστημα έκανε το γύρο του ίντερνετ για όλους τους λάθους λόγους: Μία οι δηλώσεις του για την… pussy generation και την ανοικτή του τοποθέτηση υπέρ του Trump (ως κλασσικός πιο-ρεπουμπλικάνος-πεθαίνεις), μία για κατηγορίες ρατσισμού και ξενοφοβίας (που οι φαν του Grand Torino απλά γέλασαν), δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος εκεί έξω. Αυτό το αίσθημα αμηχανίας για έναν άνθρωπο-είδωλο, περιγράφει και το συναίσθημα που προκαλεί το Sully.
H ταινία βασίζεται σε ένα αληθινό γεγονός, την δύσκολη προσγείωση ενός Boeing στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης μετά από βλάβη και στους δύο κινητήρες το 2009, μια ιστορία που είχε κάνει το γύρο του κόσμου, αφενός γιατί κανείς μέχρι τότε δεν πίστευε πως κάτι τέτοιο είναι δυνατό, αφετέρου γιατί η Νέα Υόρκη δεν έχει και την καλύτερη ιστορία όσον αφορά τα αεροπλάνα, επομένως μια πτήση που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε τραγωδία αλλά απετράπη, λειτούργησε ως βάλσαμο στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ, η περηφάνια της οποίας ποτέ δεν ξεπέρασε την 11/9 . Σε μια αγωνιώδη περιπέτεια διάρκειας μόλις 208 δευτερολέπτων, ο πιλότος Chesley “Sully” Sullenberger κατάφερε να προσγειώσει με ασφάλεια το τραυματισμένο αεροπλάνο, σώζοντας και τους 155 επιβαίνοντες, πλήρωμα και επιβάτες.
Tα τρία αυτά λεπτά κινδύνου έγιναν η αιτία ο Sully να παρελάσει από όλες τις εκπομπές, να γράψει ένα βιβλίο (στο οποίο βασίστηκε και η ταινία και ονομάζεται «Highest Duty: My Search for What Really Matters») και γενικότερα να χαίρει της απόλυτης εκτίμησης της αμερικανικής κοινωνίας, ένας σύγχρονος Αμερικάνος ήρωας που απέτρεψε μια βέβαιη τραγωδία και έσωσε ζωές.
Η ταινία του Clint Eastwood παίρνει αυτό το σύμβολο και το μεγεθύνει σε έναν τεράστιο βαθμό. Μετατρέπει τον Sully σε πρότυπο, χωρίς να του αναιρεί την ανθρωπιά: Ο κεντρικός ήρωας φοβάται, αγχώνεται, ανησυχεί για το μέλλον το δικό του, της οικογένειας του, της επιχείρησης, του εξοχικού και του τεράστιου σπιτιού του. Αντιδρά, προτείνοντας το : “έκανα το καθήκον μου, δεν είμαι ήρωας”, όσο και αν κατηγορείται από το Υπουργείο, ή μακαρίζεται από την εταιρεία του και τους πολίτες. Ξυπνά ιδρωμένος από τους εφιάλτες που δείχνουν τι θα μπορούσε να πάει στραβά αν δεν έπαιρνε την απόφαση να προσγειώσει το αεροπλάνο στο ποτάμι (στην αρχική και καλύτερη σεκάνς της ταινίας). Ταυτόχρονα, ο Sully έχει να αντιμετωπίσει εκτός από το άγχος της -σωστής- απόφασης του, την αντίδραση της Υπηρεσίας Αεροπορίας, που όπως παρουσιάζεται από τον Eastwood, είναι μια δυσπρόσιτη, οργουελική οργάνωση που δεν την ενδιαφέρει ο ανθρώπινος παράγοντας αλλά το να δικαιολογήσει την απώλεια του πανάκριβου αεροπλάνου (για λογαριασμό άλλων) και να ρίξει το φταίξιμο στον πιλότο, παραθέτωντας ατεστάριστα στοιχεία, εικασίες, προσβολές και την κλάψα της Skyler από το Breaking Bad.
H προσπάθεια του Eastwood να αναδείξει τον ήρωα του είναι σε τελική φάση και η αχίλειος πτέρνα της ταινίας. Ο κεντρικός χαρακτήρας, στην συνείδηση του θεατή, δεν τίθεται ποτέ επί ουσιαστικής αμφισβήτησης, τα επιχείρηματα εναντίον του είναι έωλα, υπερβολικά και εν τέλει δεν καταφέρνουν να πείσουν ούτε τους ίδιους τους επικριτές του. Ο πανηγυρικός λόγος του πρωταγωνιστή για τον ηρωισμό του μέσου ανθρώπου, για το καθήκον του απέναντι στον συνάνθρωπο ακούγεται κούφιος και γεμάτος κοινοτυπίες, παρά την εναγωνιώδη προσπάθεια του ηθοποιού και του σκηνοθέτη να τον πλασάρουν επιδέξια. Το Sully αποπνέει αμερικάνικο πατριωτισμό, μοιράζει εύσημα αριστερά και δεξιά, σε αστυνομικούς, σωστικά συνεργεία και επιβάτες, σαν ένα τονωτικό για την αμερικάνικη κοινή γνώμη και μόνο αυτή, κάνοντας την ταινία αφενός να αφορά λίγο ένα κοινό που δεν ταυτίζει τον εαυτό του με τον αμερικάνο μπάτσο. Συγρόχως είναι και άκαιρη, αφού οι άνθρωποι στους οποίους δίνει συγχαρητήρια ο βρώμικος Harry είναι σε μεγάλο βαθμό φανταστικοί. Οι New York’s finest που σπεύδουν στα παγωμένα νερά του ποταμού προσπαθούν να συμβολοποιήσουν όλη την σπουδαία αμερικάνικη κοινωνία, με τους μικρούς ήρωες που δεν χάνουν το χαμόγελο τους, ακόμα και αν δεν ήταν εκεί. Μοιάζει περισσότερο με την αρχή βιβλίου του Steven King, όπου παρουσιάζεται μια ειδυλλιακή αμερικάνικη κωμόπολη, χωρίς την συνέχεια, όπου αποκαλύπτεται η αρρωστημένη της όψη. Ο Clint Eastwood, που θεωρεί φλώρους την νεά γενιά επειδή παραπονιέται ότι θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της και προβάλει το politically correct ως μια απόπειρα σεβασμού στον δημόσιο λόγο, αποδεικνύεται το ίδιο γλυκανάλατος για την εικόνα που νομίζει πως έχει η αμερικανική κοινωνία. Μόνο που αυτή η εικόνα δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό ενός πορωμένου Ρεπουμπλικάνου. Η αμερικανική κοινωνία, που μαστίζεται από φτώχεια, ανεργία και ρατσισμό, που υποφέρει κάτω από υπέρογκα ιατρικά χρέη σενιάρεται μέσα από μια ταινία που σκοπό της είναι η ανάπλαση του ατομικού και συλλογικού με μια διάθεση να βαυκαλιστεί, μια τάση να ” κάνει την Αμερική ξανά σπουδαία…”.
Τεχνικά, όσο ναζι και να δείχνει ο Eastwood για την εικόνα της χώρα του, παραμένει ένας σκληρός σκηνοθέτης που δεν του αρέσουν οι φιοριτούρες. Παραμένει λακωνικός, προσηλωμένος στον σκοπό του και ελάχιστα καρέ ξεφεύγουν από τον έλεγχο του. Ωστόσο, όσο σιδερένια και να είναι η γροθιά του, προσπαθεί να αναδείξει ένα γεγονός που κράτησε μόλις 3 λεπτά σε μια ταινίας μιάμισης ώρας. Κάποιο χαλάρωμα είναι αναπόφευκτο να υπάρξει. Οι σεκάνς με το ατύχημα παραμένουν το δυνατό χαρτί, και έτσι επιφορτίζονται να “γεμίσουν” το κενό αυτό, πράγμα που ίσως κουράσει τον θεατή (πόσες φορές μπορείς να βλέπεις ένα αεροπλάνο να ΜΗΝ πέφτει;). Ταυτόχρονα το cgi ίσως χρειαζόταν ένα ελαφρύ ρετουσάρισμα, πράγμα που δείχνει και την απειρία του σκηνοθέτη στην ψηφιακή εικόνα. Πέρα από αυτό όμως, o Eastwood μας επιδεικνύει για τη φλόγα του μεγάλου δημιουργού που έχει μέσα του.
Ερμηνευτικά, ο Tom Hanks, ήταν, είναι και θα είναι ο απόλυτα προσεγγίσιμος star, πράγμα που τον καθιστά τέλειο για τον ρόλο του απρόθυμου ήρωα. Προσγειωμένος, σεμνός και απόλυτος την ίδια στιγμή, καταφέρνει και κερδίζει αμέσως τον θεατή και τελικά είναι και ο κύριος λόγος να δει κανείς αυτή την ταινία, καθώς εάν δεν είναι Αμερικάνος, δεν θα πειστεί για το πόσο τα σπάει ο ηρωισμός τους.