Υπάρχουν σκηνοθέτες, υπάρχουν καλοί σκηνοθέτες και ένα σκαλί πιο πάνω, μια κατηγορία μόνος του, υπάρχει και ο Martin Scorsese.
Πέρα από τα πλαίσια της υπερβολής, δύσκολα μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το μεγαλείο της φιλμογραφίας του Scorsese, ενός σκηνοθέτη που φτιάχνει αριστουργήματα από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα. Κοινή θεματική πολλών εκ των έργων του αποτελεί η ζωή και ο ηθικός κώδικας ανθρώπων που αναμειγνύονται με το οργανωμένο έγκλημα, ανθρώπων της μόνης «οικογένειας» που δεν είναι πραγματική οικογένεια. Τα Casino, The Departed και Goodfellas αποτελούν σπουδαία, διαχρονικά μαργαριτάρια του crime genre, ενώ, φέτος, για λογαριασμό του Netflix, ο Scorsese παραδίδει ακόμα μια φιλόδοξη δουλειά στο ίδιο μήκος κύματος, το The Irishman.
Η ταινία αποτελεί μια εξιστόρηση της ζωής του Frank Sheeran (Robert De Niro– Joker, Dirty Granpa ) από τις παρθενικές του μέρες ως απλός μπράβος της Μαφίας μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Σε αυτό του το ταξίδι, ρόλο-κλειδί διαδραματίζει ο Russell Bufalino (Joe Pesci, -The Goodfellas, Casino), ο οποίος αποτελεί σιωπηλό οδηγό του πρωταγωνιστή στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και ο Jimmy Hoffa (Al Pacino-Once Upon A Time in Hollywood Serpico), που θα γίνει συνεργάτης, φίλος και αργότερα, κινούμενο πρόβλημα για τους υπολοίπους.
Το The Irishman κρύβει στον πυρήνα του πολλά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας Scorsese-ικής παραγωγής. Όπως πάντα, ο δημιουργός έχει εμπιστοσύνη στους χαρακτήρες που πλάθει: δημιουργεί, για αρχή, ρεαλιστικούς, ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές οι οποίοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους· και απ’ αυτή την αλληλεπίδραση προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα, τα γεγονότα της ταινίας. Εδώ, δίνεται στο επίκεντρο πέφτει ο χαρακτήρας του De Niro, ο οποίος στην ουσία είναι ένας ψυχρός εκτελεστής που δύσκολα εμφανίζει ίχνη μεταμέλειας. Από την μοναδική flashback σκηνή, στην οποία ουσιαστικά διαπράττει έγκλημα πολέμου καθώς δολοφονεί εν ψυχρώ αιχμαλώτους, ο Frank καθιερώνεται ως ανηλεής φονιάς, ο οποίος δεν έχει πολλές ηθικές αναστολές – δηλαδή, ένας άνδρας κομμένος και ραμμένος για τα θελήματα του νονού που υποδύεται ο Joe Pesci.
Φυσικά, πέρα από τον Frank, ισχυρή παρουσία επί οθόνης έχουν και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι. Ο Joe Pesci υποδύεται έναν πολύ πιο γραφειοκράτη και ψύχραιμο μαφιόζο σε σχέση με τις προηγούμενες εμβληματικές ερμηνείες του – μία ερμηνεία τέλεια για το κλείσιμο της καριέρας του, δεδομένου του ότι πλέον έχει, λίγο-πολύ, συνταξιοδοτηθεί. Ο Pacino, από την άλλη, αναλαμβάνει τον ρόλο του διεφθαρμένου Hoffa, που βλέπει την δύναμή του να μειώνεται δραματικά, κάτι που αδυνατεί να δεχτεί ο εγωισμός του. Σε αντίθεση με τον Pesci, είναι αλαζόνας και θερμόαιμος, αμφισβητεί το σύστημα που υπηρετεί. Η συμπεριφορά του κλονίζει τον κόσμο που προέρχεται ο De Niro και ο Pesci, κάτι που οδηγεί στην κλιμάκωση των γεγονότων.
Όλα κυλούν οργανικά, λοιπόν, όπως θα έπρεπε να κυλούν. Το τελευταίο κομμάτι της ταινίας αφορά την εξιλέωση και το κατά πόσο αυτή είναι εφικτή. Σε αντίθεση με άλλες ιστορίες του Scorsese, εδώ βλέπουμε τους άλλοτε περήφανους θρύλους του υποκόσμου στα γεράματά τους, στις πιο αδύναμες στιγμές τους. Οι εκτελεστές και τα μεγάλα αφεντικά αποδομούνται πλήρως και τελικά, έρχονται αντιμέτωποι με ένα μοναχικό τέλος, το μόνο τέλος που θα μπορούσε να υπάρξει μετά από μια τόσο σκληρή διπλή ζωή, βουτηγμένη στην υποκρισία.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει και στο soundtrack. Από τα παλιά, από το Raging Bull (το οποίο, κατ’ εμέ, έχει τη σπουδαιότερη εισαγωγική σκηνή όλων των εποχών), ο Scorsese έδινε ιδιαίτερη βάση στην μουσική επένδυση κάθε δουλειάς του. Υπεύθυνος για την συγκεκριμένη παραγωγή είναι ο Randall Poster (Skyfall, Wolf of Wall Street). Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, καθώς συνοδεύει υπέροχα τις δραματικές στιγμές με ταιριαστό τρόπο. Το κύριο theme δε, είναι ειλικρινά εθιστικό και προορίζεται, σε μερικά χρόνια, να μείνει στην ιστορία ως κλασικό.
Η ταινία είναι καλή• υπάρχουν, όμως, στοιχεία που μπορεί να ξενίσουν. Κυριότερο αμάρτημά της είναι η διάρκεια των τρεισήμισι ωρών. Από ένα σημείο και μετά, το Irishman γίνεται φλύαρο και είναι εύκολο να κουράσει. Ορισμένες σκηνές θα μπορούσαν να είχαν κοπεί στο μοντάζ και η απώλειά τους δεν θα επηρέαζε ιδιαίτερα την ροή της ιστορίας. Παρ’ αυτά, η ενδιαφέρουσα πλοκή και η καλοδουλεμένη δραματουργία εξισορροπούν την πλάστιγγα και ακόμα και στις κουραστικές του στιγμές, το φιλμ παραμένει ενδιαφέρον. Το τελικό αποτέλεσμα δεν χάνεται.
Ένα ακόμα θέμα, το οποίο είναι περισσότερο λεπτομέρεια, είναι η προχωρημένη ηλικία σχεδόν ολόκληρου του cast και οι απαιτήσεις του σεναρίου, να υποδυθούν τους χαρακτήρες τους στο πλαίσιο τεσσάρων (και βάλε) δεκαετιών. Το ψηφιακό de-aging χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από τα μεγάλα στούντιο. Εδώ, ο Scorsese το κάνει εξαιρετικά: η μεγάλη ηλικία του De Niro και των υπολοίπων δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από τους μορφασμούς και τις εκφράσεις των προσώπων. Το θέμα είναι ότι, από τις κινήσεις, αλλά και από όλη την συνολική παρουσία των ηθοποιών, καμιά φορά η «απάτη» βγαίνει προς τα έξω. Ακόμα και αυτή η κατάσταση, όμως, εξισορροπείται, κυρίως χάρη στο απύθμενο ταλέντο των βετεράνων πρωταγωνιστών, που απαντούν στο πρόβλημα με την ωμή, υποκριτική τους δύναμη και καλύπτουν τις ατέλειες.
Ο Scorsese–κατά πάσα πιθανότητα, για τελευταία φορά– επιστρέφει στα παλιά λημέρια του με όλους τους γνωστούς συνεργάτες από τις μέρες της δόξας. Το The Irishman είναι ένα γκανγκστερικό έπος παλαιάς κοπής. Παρά τις ιδιαιτερότητες του, παρά την τεράστια διάρκειά του, έχει πολλά να δώσει στο κοινό και δίχως αμφιβολία, είναι από τις σπουδαιότερα διαμάντια που υπάρχουν στο Netflix.