Μπαίνοντας για άλλη μία φορά σε αυτό το love to hate σύμπαν του Darren Aronofsky (Requiem for a Dream, Black Swan, The Wrestler), παρακολουθούμε την τελευταία του δημιούργία, The Whale, πολυαναμενόμενη επιστροφή τόσο και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη (έπειτα από την πενταετή απουσία του μετα το mother!), όσο και για τον πρωταγωνιστή της, Brendan Fraser (The Mummy, Crash), τον άκρως συμπαθή και μη εξαιρετέο άλλοτε ήρωα κωμωδιών και action films.
Έχοντας συλλάβει την ιδέα της ταινίας εδώ και μια δεκαετία, ο Aronofsky περίμενε την στιγμή που θα ανακάλυπτε τον ιδανικό ερμηνευτή για το κατά τα άλλα διασκευασμένο ομώνυμο θεατρικό έργο του Samuel D. Hunter. Αυτή η στιγμή ήρθε όταν είδε τυχαία το Journey to the Center of the Earth. Μόλις ανακοινώθηκε το όνομα του Fraser στον -για πρώτη του φορά- δραματικό αυτόν ρόλο, αυτό που ακολούθησε ήταν μια πρωτοφανής ένθερμη αποδοχή του κοινού για τον ηθοποιό και ένα καθόλου συγκρατημένο χάσταγκ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τον τίτλο “Brenaissance“, υποδηλώνοντας προφανώς την αμέριστη εμπιστοσύνη στο πολυδιάστατο ταλέντο του.
Ο Fraser ενσαρκώνει τον Charlie, έναν επικίνδυνα παχύσαρκο άνθρωπο, παροιμιώδη καλοσυνάτο, που παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής διαδικτυακά σε φοιτητές κολλεγίου αποκρύπτοντάς τους την εικόνα του. Ένα τραγικό γεγονός στη ζωή του και μία σειρά λάθος αποφάσεων τον έχουν φέρει στο σημείο να βιώνει πλέον απέραντη μοναξιά και βαθιά θλίψη. Διανύει πλέον αναπόφευκτα τις τελευταίες μέρες της ζωής του, αφού πάσχει από συμφορητική καρδιοπάθεια και, ακόμα και τις στιγμές που έρχεται πολύ κοντά στον θάνατο, προτιμά να διαβάζει την εργασία κάποιου μαθητή του για το Moby Dick, παρά να νοσηλευτεί.
Ως μόνο στήριγμα του έχει την Liz (Hong Chau), η οποία, παρόλο τον συνεχή κυνισμό της προς το πρόσωπό του, είναι εκεί για να τον φροντίζει και να τον παρηγορεί ανά πάσα στιγμή, αφού μοιράζονται περίπου το ίδιο τραύμα.
Οι τελευταίες αυτές μέρες που περνούν μαζί αναμένοντας τον θάνατό του, μοιάζουν αρκετά με τις προηγούμενες, που το μόνο που διέκοπτε τον φρικιαστικό ήχο του φαγητού ήταν ο διάλογος του με το delivery boy έξω από την πόρτα, μέχρις ότου να κάνει την εμφάνισή του ο Thomas (Ty Simpkins), ένας νεαρός που ανήκει στην χριστιανική ομάδα New Life, αλλά κυρίως μέχρις ότου ο Charlie να πάρει την απόφαση να συσφίξει τις σχέσεις του με την έφηβη, κόρη του (Sadie Sink- Stranger Things), την οποία είχε εγκαταλείψει μαζί με την μητέρα της όταν ήταν οκτώ χρονών.
Ενώ η ταινία διαδραματίζεται εξ ολοκήρου στο σκοτεινό και άκρως αποπνικτικό αυτό σπίτι και το κάδρο σε 4:3 κάνει τα πάντα να φαίνονται πιο ασφυκτικά, όλα παραμένουν στάσιμα. Η συναισθηματική σύνδεση και ο ενστερνισμός της κατάστασης του κεντρικού ήρωα αποτυγχάνουν καθόλη την διάρκεια και αυτό γιατί δεν γίνεται ποτέ σαφής η αντιμετώπιση του σκηνοθέτη προς αυτόν. Η απεικόνιση ενός ατόμου με βαθιά αγάπη και πίστη προς την ανθρωπότητα, που όμως κουβαλά το φορτίο της κοινωνικής αποδοκιμασίας και το βάρος των ενοχών του, είναι αν μη τι άλλο κάτι που προκαλεί την συμπόνια και την ενσυναίσθηση στο κοινό. Αντ’ αυτού ο Aronofsky βαδίζει στα όρια της επικριτικότητας του χαρακτήρα, όχι με τον τρόπο που την ασκούν οι υπόλοιποι, αλλά παρουσιάζοντας τον ως κάποιον που θα έπρεπε να απεχθάνεται τον εαυτό του.
Χρησιμοποιώντας μέχρι και τον χριστιανικό φονταμεταλισμό, μετατρέπει μία ιστορία προσωπικής λύτρωσης σε ένα μελόδραμα χειραγωγημένο από μονοδιάστατους χαρακτήρες, που ξαφνικά γίνονται σύμβολα για να εξυπηρετήσουν τα παγιωμένα κλισέ σχετικά με την θρησκευτική λατρεία και τον εξευγενισμό των ανθρώπινων παθών μέσω αυτής.
Μέσα στις τόσες αδυναμίες μιας θεωρητικά πάρα πολλά υποσχόμενης ταινίας, ο Brendan Fraser ήταν ο μόνος που δικαιώθηκε. Σε έναν πρωτόγνωρο ρόλο, με γυρίσματα που απαιτούσαν να φέρει επιθέματα και προσθετικά εκατοντάδων κιλών καθημερινά στο σώμα του και σε ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που πολλές φορές έφτανε σε θεατρικές υπερβολές, η ερμηνεία του σηματοδοτεί, όντως, την αναγέννησή του.
Το The Whale ίσως να ήταν η τελευταία ευκαιρία του Darren Aronofsky να υποστηρίξει μέχρι τέλους τη βαθιά ειλικρινή υπόσταση που ο ίδιος φυτεύει αρχικά στους ρόλους και έπειτα την θυσιάζει στον βωμό των διογκωμένων του πια αξιώσεων, στην προκειμένη με μία φθηνή oscar bait αισθητική.