Ο John M. Ford αποτελεί ίσως έναν από τους πιο αδικημένους και υποτιμημένους (στη χώρα μας τουλάχιστον) συγγραφείς του Φανταστικού κάθε είδους. Και όμως, ο πολυσχιδής Αμερικάνος υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του αιματηρού, gritty και ρεαλιστικού «low» fantasy υποείδους, το οποίο πλέον φαίνεται να κυριαρχεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων, με καλύτερο παράδειγμα βέβαια. Και όμως, εκεί που ο J.R.R Martin χρειάστηκε 5 ολόκληρα βιβλία για να φτάσει, ο Ford έφτασε μόλις με ένα. Αυτό δεν είναι άλλο από το To Kάλεσμα του Δράκου (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis και σε μετάφραση της Παρασκευής Σαρμπάνη.)
Το συγκεκριμένο το Game of Thrones βιβλίο μας δίνει μια βαθιά, πολυεπίπεδη ιστορία, γεμάτη ίντριγκα, δολοπλοκίες, αιματηρές μάχες και ενδελεχείς ενδοσκοπήσεις των χαρακτήρων των οποίων συμμετέχουν σε αυτές. Είναι δηλαδή πλήρως ισορροπημένο μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής εξέλιξης. Και, ίσως το βασικότερο, όλα αυτά δεν είναι τοποθετημένα σε έναν ακόμα γενικό fantasy κόσμο, αλλά στη γνώριμη, δική μας Ευρώπη. Ο Ford διαλέγει λοιπόν την ήπειρός μα, την ιστορία μας (με μεγάλη έμφαση στο βυζαντινό Μεσσαίωνα, με αυτοκρατορικά ονόματα) αλλά και το βυζαντινό στοιχείο ως βασικούς πυλώνες της δικής του ιστορία, με δύο όμως βασικές διαφορές, που τελικά καθιστούν και το έργο ένα καθαρόαιμο (και βαθύ) fantasy και όχι ένα έργο εναλλακτικής ιστορίας (είδος που τυπικά ανήκει στο sci-fi).
Aυτές είναι αφενός η ύπαρξη της μαγείας και αφετέρου η μη κυριαρχία του Χριστιανισμού στην ήπειρο και η διατήρηση της πολυθεΐας αλλά και της ανεκτικότητας στο διαφορετικό που χαρακτήριζε τον αρχαίο κόσμο. H πρώτη διαφορά είναι περισσότερο ατμοσφαιρική και, ειρωνικά, μη παρούσα στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Ακόμα και οι χαρακτήρες, ένας από τους οποίους είναι μάγος, μιλάνε είτε με φόβο για το θέμα είτε το αντιμετωπίζουν ως κάποια μορφή πανίσχυρης αλλά ασταθούς δύναμης, η οποία βέβαια θα ήταν καλύτερα για όλους να μη χρησιμοποιείται. Κινείται στο παρασκήνιο, σηματοδοτώντας τον κίνδυνο, αλλά και τις πιθανότητες του αγνώστου, που καραδοκεί σε κάθε λάθος βήμα και επιλογή.
Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η δεύτερη διαφορά. O Ford, με υλικά διαφορετικές ιστορικές ατρόπους και καίρια τοποθετημένα «what ifs» δομεί ένα πολύπλοκο ψηφιδωτό το οποίο είναι συγχρόνως οικείο αλλά και ανοίκειο. Έχουμε την ευκαιρία να δούμε έναν κόσμο ο οποίος δε γνώρισε ποτέ τη φρίκη των θρησκευτικών πολέμων που προκάλεσε η κυριαρχία των μονοθεϊστικών συστημάτων, κυρίως του χριστιανισμού. Ωστόσο το έργο δεν είναι κάποια ουτοπική κοινωνία. Ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει πολλές εστίες σύγκρουσης και δράσης, όπως επίσης και ανταγωνισμούς, τόσο μεταξύ διαφορετικών οργανισμών όσο και ενδοσυγκρούσεις. Ίσως κάποιες φορές αυτές οι σχέσεις να είναι χαοτικές. Η ιστορία χρειάζεται το χρόνο της για να ξεδιπλωθεί, και η πλοκή μπορεί να είναι κάπως ελικοειδής κατά καιρούς. Ωστόσο, για τους αναγνώστες που τους αρέσουν οι αφηγήσεις με γνώμονα τους χαρακτήρες και η καθηλωτική οικοδόμηση του κόσμου, αυτό μπορεί να μην αποτελεί πρόβλημα.
Παράλληλα, το στυλ γραφής είναι κομψό και εκλεπτυσμένο, με πλούσιες περιγραφές που πραγματικά ζωντανεύουν τον κόσμο του συγγραφέα, τόσο χωρικά όσο και πολιτισμικά. Επιπλέον, δίνεται μεγάλη προσοχή στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τόσο της εμφάνισής τους όσο και των σκέψεων και των συναισθημάτων τους. Εδώ είναι επίσης που μετράει πολύ και η γλώσσα, η οποία συντίθεται από ένα μείγμα επίσημης και ανεπίσημης γλώσσας που μοιάζει αυθεντικό για την εποχή. Η μετάφραση της Σαρμπάνη είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να διατηρηθεί αυτή η διχοτόμηση και στα ελληνικά.
Ένα άλλο δυνατό σημείο του μυθιστορήματος είναι η χρήση πολλαπλών προοπτικών, τουλάχιστον μια δεκαετία πριν η τεχνική αυτή γίνει η βάση του A Song of Fire and Ice. Η αφήγηση γίνεται από την οπτική γωνία πολλών διαφορετικών χαρακτήρων, ο καθένας με τα δικά του κίνητρα και σχέδια. Αυτό προσθέτει βάθος και πολυπλοκότητα στην ιστορία.
Το Κάλεσμα του Δράκου αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για λόγους ιστορικότητας στο fantasy, ή επειδή πήρε το World Fantasy Award τη χρονιά που κυκλοφόρησε (για όσους νοιάζουν κάτι τέτοια.) Αξίζει να διαβαστεί γιατί είναι ένα βαθιά συναρπαστικό έργο και, κυρίως, γιατί δημιουργεί, και απαντά, ένα μαγευτικό «τι θα γινόταν αν…»