Με το βιβλίο Ο κύριος Μερσέντες, ο Στίβεν Κινγκ άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στο ογκώδες έργο του, μία αστυνομική τριλογία στη σύγχρονη Αμερική της κρίσης. Ο πρωταγωνιστής, ο συνταξιούχος ντεντέκτιβ Μπιλ Χότζες, συνδέει τα τρία βιβλία που αφορούν τρεις υποθέσεις με το πρώτο και το τρίο βιβλίο να συνδέονται και το δεύτερο (Ό,τι βρεις, δικό σου) να στέκεται αυτοτελώς. Με την έκδοση από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος στα ελληνικά του τελευταίου βιβλίου της τριλογίας, Τέλος βάρδιας, μπορούμε να αξιολογήσουμε συνολικά αυτή τη στροφή στο έργο ενός από τους σημαντικότερους εν ζωή συγγραφείς.
Από το πρώτο βιβλίο που ξεκινάει με τη φρικιαστική σκηνή της Μερσεντές που εφορμά μέσα στο πλήθος των ανέργων, φαίνεται ότι ο Κινγκ θέλει να εξετάσει, με το δικό του τρόπο, σύγχρονα ζητήματα. Η αμερικάνικη κοινωνία είναι και πάλι στο προσκήνιο όμως, αυτή τη φορά, είναι κλονισμένη από την κρίση του 2008, την άνοδο της ανεργίας και ένα γενικότερο κλίμα καχεξίας. Λίγο πριν πεθάνουν, άνεργοι άνδρες και γυναίκες συζητάνε τι τους έφερε σε αυτή τη θέση, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και τις ελπίδες που έχουν να βρουν δουλειά στο job fair που θα ανοίξει το επόμενο πρωί. Ο Μπρέιντι Χάρτσφιλντ, ο δολοφόνος με τη Μερσέντες, δεν είναι ένας υπερφυσικός «κακός», δεν έρχεται από μία άλλη διάσταση. Είναι ένας νέος, πολύ ικανός με τις νέες τεχνολογίες που δεν βρήκε τις ευκαιρίες ανέλιξης που φανταζόταν, έχει κολλήσει σε μία δουλειά που απεχθάνεται και έχει υποχρεωθεί να ζει με τη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει μία πολύπλοκη σχέσης έλξης-απώθησης. Αναζητεί διέξοδο στο μίσος του για την υπόλοιπη κοινωνία και στη χαρά που αντλεί στο να ωθεί σε αυτοκτονία άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη ζωή τους. Ο Χάρτσφιλντ είναι η ενσάρκωση του κοινωνικού κανιβαλισμού, η σαδιστική εκτόνωση των αδιεξόδων ενός απογοητευμένου ατόμου πάνω σε αδύναμους και σε οποιονδήποτε φαίνεται να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Η βίαιη δολοφονία οχτώ ανέργων είναι το αποκορύφωμα της πορείας του και θα τον φέρει στο ραντάρ του Χότζες που έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί και βιώνει μία ιδιαίτερα απομονωμένη και απογοητευτική ζωή. Ο Χότζες θα αντισταθεί στην πίεση του Χάρτσφιλντ, θα βρει απρόσμενους συμμάχους και θα παίξει ένα εντυπωσιακό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, προσπαθώντας να εμποδίσει το επόμενο, ακόμα πιο επικίνδυνο χτύπημα του Χάρτσφιλντ.
Στο Τέλος βάρδιας, ο Χάρτσφιλντ επιστρέφει, συνδυάζοντας πλέον την ικανότητα του στις τεχνολογικές καινοτομίες με υπερφυσικές δυνάμεις που έχει αποκτήσει μετά την προηγούμενη αντιπαράθεση του με τον Χότζες. Μέσα από την πτέρυγα του νοσοκομείου που κρατείται, ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό, θα στήσει ένα σύνθετο δίκτυο επιρροής και ελέγχου ανθρώπων, χρησιμοποιώντας μια απαρχαιωμένη σειρά από tablet. Στόχος του αυτή τη φορά είναι κυρίως έφηβοι και έφηβες που περνάνε μεγάλο μέρος του χρόνου τους μπροστά σε οθόνες, εξοικειωμένοι με παιχνίδια με έντονα χρώματα και μία επαναληψιμότητα που σε υπνωτίζει και ανοίγει δρόμους για τον Χάρτσφιλντ μέσα στο μυαλό τους. Εκεί, ενισχύει ανασφάλειες και φόβους, εντείνει την αποξένωση από οικογένειες και φίλους, οδηγεί τους έφηβους να κλειστούν στον εαυτό τους και στις ηλεκτρονικές συσκευές τους μέχρι να τους ωθήσει στο τελικό βήμα. Μόνο όταν θα βάλει στο στόχαστρο του τη Μπάρμπαρα, την αδερφή του Τζερόμ που είναι συνεργάτης του Χότζες, ο ντεντέκτιβ θα κινητοποιηθεί, προσπαθώντας να πείσει τους πάντες ότι τα φαινόμενα απατούν και ότι ο Χάρτσφιλντ έχει επιστρέψει πιο επικίνδυνος από ποτέ.
Ο Κινγκ δεν κρύβει την καχυποψία απέναντι στις νέες τεχνολογίες και στις συνέπειες τους για τις ανθρώπινες σχέσεις. Το έργο του δολοφόνου είναι εφικτό ακριβώς γιατί υπάρχει ήδη μία βάση αποξένωσης, πάνω στην οποία έρχεται να πατήσει. Τα «πειραγμένα» tablet αποκαλύπτουν ένα γενικό φόβο του συγγραφέα για τη δυνατότητα της τεχνολογίας να αποσπάσει τους ανθρώπους από ό,τι είναι σημαντικό στη ζωή τους και, ειδικά σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και απογοητεύσεις, να δώσεις ψεύτικες διεξόδους. Ανεξαρτήτως του πόσο δέχεται κανείς τις απόψεις του Κινγκ, το βιβλίο σε καθηλώνει σε πολλά σημεία και καταφέρνει να φέρει κλασικά θέματα της λογοτεχνίας φαντασίας (υπνωτισμός, mind control) σε ένα σύγχρονο πλαίσιο και με θύματα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί ο αναγνώστης, ειδικά με την τάση διαφυγής από την καθημερινότητα σε μηχανικές κινήσεις. Η νέα τεχνολογία παγιδεύει τα θύματα μέσα από τη δική της ρουτίνα, κάτι που θέλει να τονίσει ο συγγραφέας βάζοντας το πρόγραμμα που παρασέρνει τους χρήστες στον έλεγχο του Χάρτσφιλντ να είναι ένα απλοϊκό παιχνίδι, με απαρχαιωμένα γραφικά το οποίο όμως έχει τη δική του σαγήνη μέσα από την επαναληψιμότητα. Η όλη σύλληψη θυμίζει Το κινητό, το βιβλίο του Κινγκ όπου ο ιός που μετέτρεπε τους ανθρώπους σε ζόμπι, μεταδιδόταν μέσα από τα ραδιοκύματα των κινητών τηλεφώνων. Αυτή τη φορά όμως, είναι όλα πολύ πιο καθημερινά και συνηθισμένα και, με αυτό τον τρόπο, πιο τρομακτικά.
Παρόλα αυτά, ο Κινγκ θέλει, με το κλείσιμο της τριλογίας να δώσει έναν αισιόδοξο τόνο, όχι απλά με ένα happy end και τη σύλληψη του «κακού». Περισσότερο είναι μία προσπάθεια ανάκαμψης του αμερικάνικου ονείρου μέσα στις νέες προκλήσεις. Στο επίκεντρο των βιβλίων παραμένει η μεσαία τάξη που κλονίστηκε ισχυρά με την κρίση, φαίνεται να σταθεροποιείται αλλά δεν μπορεί να προσφέρει στα παιδιά της μία ζωή αντίστοιχη με τη δική της. Το Τέλος βάρδιας, πέρα από ένα ακόμα εξαιρετικό βιβλίο του Κινγκ, είναι μία υπόσχεση για το μέλλον αλλά και μία προειδοποίηση σε μία νεολαία που στέκεται καχύποπτη απέναντι στη χώρα της και στην αναντιστοιχία της ζωής με τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν. Θα δοκιμαστεί και αυτή η υπόσχεση στο πεδίο της πραγματικότητας.