Ένα ηλιόλουστο καλοκαίρι, με τις τρεις κόρες της να έχουν επιστρέψει στο οικογενειακό αγρόκτημα στο βόρειο Μίσιγκαν λόγω πανδημίας, η μητέρα τους, Λάρα, ξεκινά να τους αφηγείται την ιστορία της νιότης της, της σύντομης ενασχόλησής της με την υποκριτική και της ερωτικής ιστορίας της με τον διάσημο σταρ του σινεμά, Πήτερ Ντιούκ, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού που πέρασαν μαζί στον θερινό θίασο του Τομ Λέικ.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί και αυτό από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Δέσποινας Κανελλοπούλου, η πολυβραβευμένη Αμερικανίδα Ann Patchett αφηγείται μια «μικρή» ιστορία, για οικογένειες που ζουν ευτυχισμένα σε κατάφυτα αγροκτήματα με κερασιές, εκεί όπου η οικογενειακή θαλπωρή αρκεί για να σε κρατήσει ζεστό ακόμα και τους πιο κρύους και παγερούς χειμώνες. Την αντιπαραβάλλει δε με αφηγήσεις «μεγάλες» και φιλόδοξες, για κορίτσια που ονειρεύονται τα αστέρια, και ζωές πολυτελείς με αστέρες του σινεμά – ακριβώς για να εξυψώσει τη σπάνια, πολύτιμη ομορφιά του, φαινομενικά μόνο, πεζού, απλού και καθημερινού, των στιγμών αμοιβαίας αγάπης, φροντίδας και κατανόησης.
Η κύρια, πρωτοπρόσωπη αφήγηση της καθημερινότητας στον τσεχωφικό βυσσινόκηπο του βόρειου Μίσιγκαν, ημερών που μοιράζονται ανάμεσα στη χειρωνακτική εργασία του μαζέματος των κερασιών και στις συζητήσεις πάνω από το τραπέζι των οικογενειακών δείπνων, διακόπτεται από την εγκιβωτισμένη αφήγηση της Λάρα για το παρελθόν και τα νεανικά της χρόνια, μια ιστορία μέσα στην ιστορία. Η Patchett τοιχογραφεί την Αμερική της δεκαετίας του ’80, μια εποχή όπου όλα φάνταζαν πιθανά, όπου ένας ρόλος σε μια σχολική παράσταση της «Μικρής μας πόλης» του Thornton Wilder αρκεί για να εξασφαλίσει πως ένα κορίτσι από το Νιου Χάμσαιρ μπορεί να αποδράσει, από την προδιαγεγραμμένη πορεία της δουλειάς στο μαγαζί κοπτοραπτικής της γιαγιάς της, για το αστραφτερό Λος Άντζελες.
Από ρουμ σέρβις σε αφράτα, κολλαριστά σεντόνια ακριβών ξενοδοχείων, ηλιοθεραπεία σε πισίνες και πάρτι στο Λ.Α. μέχρι οντισιόν για το Μπρόντγουεϊ στη Νέα Υόρκη, η Λάρα θα βρεθεί αναπάντεχα στο Τομ Λέικ, μια κατάφυτη έκταση στο Μίσιγκαν γεμάτη οπωροφόρα δέντρα, μια τεράστια λίμνη με κρυστάλλινο νερό και τον ομώνυμο, διάσημο θερινό θίασο, όπου θα αναλάβει εκ νέου τον ρόλο της Έμιλυ και της πεμπτουσίας της all-American κοριτσίστικης αθωότητας που η ίδια ενσαρκώνει αβίαστα και στην εντέλεια. Εκεί είναι που θα γνωρίσει και τον Πήτερ Ντιούκ, πανέμορφο, χαρισματικό όσο και αυτοκαταστροφικό, πολύ πριν γίνει διάσημος κινηματογραφικός αστέρας, και μαζί θα περάσουν ένα καλοκαίρι ηλιόλουστο, ράθυμο και ξέγνοιαστο, μοιρασμένο ανάμεσα στις καθημερινές πρόβες για την παράσταση, τις μεσημεριανές βουτιές στην Τομ Λέικ και τις ξάγρυπνες νύχτες στο κρεβάτι της Λάρα.
Η Patchett περιγράφει, μεθοδικά και παραστατικά, την απόλυτη καλοκαιρινή ουτοπία, ένα όνειρο θερινής νυκτός όπου στην ατμόσφαιρα πλανώνται το άρωμα των ανθισμένων κερασιών, αντιηλιακού στο ηλιοκαμένο δέρμα και ατελεύτητων προοπτικών για το μέλλον, μια ουτοπία καταδικασμένη νομοτελειακά να συντριβεί. Η Λάρα και ο Ντιούκ είναι μεθυσμένοι, από τις υποσχέσεις φήμης και δόξας, από το πάθος για την υποκριτική, από τον πόθο τους και τη συνολική μαγεία εκείνου του μοναδικού καλοκαιριού, όμως όταν το μπουκάλι νερό στην παράσταση αντικατασταθεί με τεκίλα και η ανεμελιά με δυσθυμία, όταν η πραγματική ζωή, οι ατυχίες και οι αδικίες της, χτυπήσει το κατώφλι τους, θα συνειδητοποιήσουν πως τίποτα δεν είναι προορισμένο να κρατήσει για πάντα – και ίσως αυτή ακριβώς είναι η, φευγαλέα, ομορφιά του. Στην ύστερη ωριμότητά της και όσο ενατενίζει νοσταλγικά το παρελθόν χάριν της αφήγησης που υποσχέθηκε στις κόρες της, η Λάρα, κατασταλαγμένη πλέον, γνωρίζει πως δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο που προτιμά να βρίσκεται περισσότερο από το αγρόκτημα του συζύγου της, να μαζεύει κεράσια και να ψήνει πίτες με τις κόρες της στο πλευρό της.
Η πρόζα της Patchett κυλά γάργαρη, μέσα στη νηφαλιότητά της, θυμίζει τη διορατική, εμβριθή ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση της Elizabeth Strout, σταθερή και πράα, δίχως δυναμισμό και δραματικές εξάρσεις, μέχρι την ύστατη αποκάλυψη, ακριβώς εκείνη που η αφηγήτρια Λάρα επιλέγει να αποσιωπήσει από τις τρεις πιστές ακροάτριές της, να θυσιάσει στον βωμό της οικογενειακής ομαλότητας και ευτυχίας. Ένα βιβλίο για τη λάμψη της νιότης, για τον πρώτο έρωτα, για όλα τα πανέμορφα, αστραφτερά πράγματα που η ζωή έχει να προσφέρει, μα και για την αποτυχία, τον εθισμό, την προδοσία και τον θάνατο, για όλα τα άσχημα, αποτρόπαια πράγματα – τις δύο πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης, και οι δύο εξίσου απαραίτητες, εξίσου μαγικές – και ταυτόχρονα μια ωδή στην ίδια την τέχνη της αφήγησης, δομημένη από τα καλύτερα λογοτεχνικά υλικά.