Η αλήθεια είναι ότι αυτός που ήθελε περισσότερο το Black Adam ήταν ο ίδιος ο Dwayne The Rock Johnson (Southland Tales, The Red Notice). Ηθελε απεγνωσμένα να παίξει τον ήρωα, όχι επειδή γνώριζε την ιστορία του χαρακτήρα ή ήταν μεγάλος θαυμαστής των κόμικς μεγαλώνοντας. Το μόνο του κίνητρο ήταν ο εγωισμός και απλά ετυχε η σύγχρονη απεικόνισή του Black Adam να πήρε κάποια στοιχεία από τη δική του εικόνα στο ρινγκ. Αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν να υποδυθει τον Rock υπερήρωα και αυτή η άμετρη αυταρέσκεια είναι τελικά αυτό που περνάει στην ταινία και στον θεατή.
Η ίδια η ταινία του σκηνοθέτη Jaume Collet–Serra (Orphan, House of Wax), είναι καλλιτεχνικά χρεοκοπημένη σε κάθε της στάδιο. Δεν υπάρχει καμία σκηνή που να φαίνεται ότι γράφτηκε από άνθρωπο που να ενδιαφέρεται για το τελικό αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι τρεις άνθρωποι πληρώθηκαν για να γράψουν το σενάριο. Είδαμε, μία ακόμα φορά, τα ίδια χιλιοειπωμένα αστεία, την ίδια επιφανειακή σοβαροφάνεια και το ίδιο αδιάφορο και κακογραμμένο σενάριο. Οι χαρακτήρες δε ήταν τόσο επιφανειακοί, σε μια ιστορία τόσο αξιολησμονητή, όπου πραγματικά δεν κατάφερε να μας νοιάξει η μοίρα κανενός. Το overacting του Rock βέβαια, ο οποίος βασίζεται, όπως πάντα, στη σωματική του διάπλαση απλά για να γεμίσει τον χώρο, σίγουρα δε βοήθησε να παρουσιαστεί σωστά ένας τόσο εμβληματικός και βαθύς χαρακτήρας.
Υπήρχαν ακόμα και σκηνές μάχης, η ψυχή δηλαδή τέτοιων blockbuster ταινιών, που ήτανε καρέ-καρέ κακέκτυπη αντιγραφή άλλων πρόσφατων, υπερηρωικών ταινιών που έτυχε και αυτές να έχουν πανίσχυρους μάγους που φυλάνε την πραγματικότητα από έξωδιαστατικές απειλές. Δεν έχει πραγματικά σημασία αν οι χαρακτήρες της ταινίας είναι αρκετά χρόνια παλαιότεροι από ότι οι αντίστοιχοι της Μarvel, γιατί δεν πρόκειται για το ίδιο μέσο. Αν εξετάζαμε τα κομικς, προφανώς η αντιμετώπισή μας θα ήταν διαφορετική. Το βλέπουμε όμως στη μεγάλη οθόνη και έτσι οι συγκρίσεις με τον πιο επιτυχημένο γείτονα είναι αναπόφευκτες. Όλη η ταινία έμοιαζε σαν να έχει βγει από κάποιο πρόγραμμα υπολογιστή και κατά πάσα πιθανότητα έτσι και έγινε.
Αυτό που αποτελεί μεγάλο κρίμα για την ταινία είναι οτι επιτέλους είδαμε έναν πολύ αξιόλογο ηθοποιό, τον Pierce Brosnan (No Εscape , 007:Tomorrow Never Dies), να φορά το κράνος ενός εμβληματικού χαρακτήρα και, σε μεγάλο βαθμό, να αποτελεί έναν από τους ελάχιστους λόγους που θα άξιζε να μνημονεύσει κανείς αυτή την ταινία. Ο άλλος θα ήταν ίσως ο Hawkman του Aldis Hodge (Hidden Figures, One Night in Miami…).
Το Black Adam, για αυτό που ήταν, δηλαδή μια ταινία που θα προβάλλεται κάποιο μεσημέρι στην ελληνική τηλεόραση χωρίς κάποιος να την προσέχει, δεν ήταν κακό. Θα το βλέπαμε δηλαδή κάποιο σαββατοκύριακο, περιμένοντας να αρχίσουν τα Φιλαράκια, όπως ακριβώς δηλαδή και την ταινία από την οποία ξεπήδησε, το Shazam! Αυτό που όμως έχει πραγματικό ενδιαφέρον ήτανε οι οι απελπισμένες προσπάθειες του ίδιου του Rock να πείσει πως η ταινία δεν ήταν αποτυχημένη. Πάλεψε με νύχια και με δόντια να φέρει πίσω τον Superman του Henry Cavill, ενώ ήταν ξεκάθαρο πως το στούντιο δεν είχε καμία πρόθεση να συνεχίσει τη συνεργασία μαζί του.Ετσι, ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το όλο χάος που προκλήθηκε με την ανακοίνωση της επιστροφής, και, τελικά l, την διακοπή της συνεργασίας του με το στούντιο υπό τον James Gunn ανήκει σε αυτόν.
Oταν, όπως έδειχναν τα νούμερα, η ταινία όχι απλά δεν θα ήταν κερδοφόρα αλλά στην καλύτερη απλά θα ισοφάριζε το budget της, o Rock έδωσε στη δημοσιότητα ψεύτικα στοιχεία για το τελικό οικονομικό αποτέλεσμα. Τέλος, όταν η DC έκανε ξεκάθαρο ότι ο Black Adam δεν θα αποτελεί κομμάτι του μελλοντικού σχεδίου, πολύ δημόσια και με έναν πολύ μοντέρνο τρόπο, έκοψε τις γέφυρες με το στούντιο.
Όλο αυτό το on line, backstage κουτσομπολιό μας διασκέδασε αρκετά τις εβδομάδες που πέρασαν και ήταν σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρον από ότι το ίδιο το Black Adam. Δεν μας έδωσε βέβαια ελπίδες για αυτό που θα δούμε στο μέλλον από τη DC, αλλά η αλήθεια είναι ότι πλέον δεν περιμένουμε από κανένα universe κάτι το ιδιαίτερο.