Γράφει η Ισμήνη Στέλιου
Με έναν τρόπο, το σινεμά του Lynch είναι φτιαγμένο για να μας απογοητεύει. Ο Lynch έχει αριστεύσει στην τέχνη του να δημιουργεί προσδοκίες, να παίζει με αυτές και στη συνέχεια να τις διαψεύδει με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Αυτό το επιτυγχάνει δημιουργώντας σε κάθε σκηνή ένα ιδιαίτερο κλίμα που μας προδιαθέτει έντονα για κάτι, χωρίς πάντα να ξέρουμε τι είναι αυτό, και που κάποιες φορές δεν είναι τίποτα. Μια σειρά από διαθέσεις που εναλλάσσονται από σκηνή σε σκηνή, αφήνουν ανοιχτό το συνολικό κλίμα που διαμορφώνει το έργο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Αφήνει έτσι την αίσθηση μιας φάρσας, σχεδιασμένης όμως από κάποιον που σε ξέρει πολύ καλά. Αυτή η ικανότητα εμπλέκει το κοινό, τον θεατή, σε κάθε έργο του με έναν βαθύτερο τρόπο. Εξάλλου, αν δεν είχαμε προσδοκίες δεν θα μπορούσαμε και να απογοητευτούμε.
Όταν αυτή η κινηματογραφική γλώσσα μεταφέρεται στη μικρή οθόνη, στη μορφή μιας σειράς που προβάλλεται εβδομαδιαία, έχει την ικανότητα να μεγιστοποιήσει την επίδρασή της. Καθώς ο θεατής προσηλώνεται σε κάθε επεισόδιο, αναμένοντας κάθε φορά το επόμενο, αναρωτώμενος τι μέλλει γενέσθαι για τους χαρακτήρες και την πλοκή στη συνέχεια. Αφού η τηλεοπτική σειρά είναι μια συνεχιζόμενη ιστορία που έχει μία εσωτερική λογική και μία αίσθηση κίνησης προς τα εμπρός, ακριβώς όπως κάθε άλλη συμβατική σειρά, παρόλο που δεν καταλαβαίνουμε εξ αρχής το γιατί η αφήγηση εξελίσσεται έτσι.
Πώς θα εξηγούσαμε όμως σε κάποιον που δεν έχει έρθει μέχρι στιγμής σε επαφή με το έργο του David Lynch το γιατί κάτι τέτοιο είναι θελκτικό; Για τη γράφουσα είναι ο τρόπος με τον οποίο το επιτυγχάνει. Ο Ήχος – στην τρίτη σεζόν του Twin Peaks o Lynch εμφανίζεται στα credits και ως sound designer . Ειρωνικά, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο ίδιος ο Lynch στη σειρά έχει πρόβλημα ακοής. Οι Φωτισμοί/Εφέ. Οι άλλοτε κρυπτικοί και άλλοτε αφελώς προφανείς διάλογοι. Το awkwardness.
Στην περίπτωση του Twin Peaks: The Return, φαίνεται ότι εξαρχής συμμετείχαμε σε μια στημένη παρτίδα. 25 χρόνια μετά το αμφιλεγόμενο τέλος της σειράς που έχει γίνει πλέον κάλτ, με φανατικό κοινό αλλά και ορκισμένους εχθρούς, όλοι κάτι περιμέναμε. Το HYPE -που με την ενασχόληση πλέον του κοινού με το ίντερνετ αλλά και τη νέα στροφή προς τα τηλεοπτικά έργα- είχε φτάσει σε νέα ύψη από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η 3η σεζόν τον Οκτώβριο του 2014. Προσδοκίες όμως δεν είχε μόνο το φανατικό κοινό και οι λάτρεις του έργου του Lynch αλλά και όλα τα μέηνστρημ μίντια, στα θέματα των οποίων το ερώτημα τι θα είναι αυτό το καινούριο Twin Peaks ξεπηδούσε συνεχώς τα τελευταία δυόμιση χρόνια.
Ολόκληρα βιβλία έχουν γραφτεί για τη συμβολή της ορίτζιναλ σειράς στη διαμόρφωση του τηλεοπτικού τοπίου όπως το ξέρουμε σήμερα . Το Twin Peaks είναι «μέτα» με τον τρόπο που αναγνωρίζει το παρελθόν του και τον αντίκτυπο που έχει αλλά και με τον τρόπο που μεταχειρίζεται και παίζει με τα όρια του μέσου, της τηλεόρασης. Δεν υπάρχει όμως ούτε για να ικανοποιήσει ούτε για να δυσαρεστήσει τις θεωρίες του reddit (για σένα το λέω GoT season 7). Οι προσδοκίες μας, τα θέλω μας, τα συναισθήματά μας είναι απλά μέσα που μεταχειρίζεται ο David Lynch με τον τρόπο που κινηματογραφεί. Το Twin Peaks δεν είναι μια κακόγουστη φάρσα, ένα συνονθύλευμα σκηνών χωρίς κανένα νόημα, κάτι που είναι ακραίο απλά για το shock value. Οι δημιουργοί της σειράς, παρουσιάζοντας την ιστορία κλιμακωτά, χωρίς να βλέπει κανένας τα επεισόδια νωρίτερα, ούτε καν οι κριτικοί , δεν μας άφησαν καμία επιλογή παρά να βιώσουμε τη διαδρομή σαν ένα ταξίδι.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το Twin Peaks δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια. Σε μια εποχή που τα σόσιαλ μίντια έρχονται να αποδομήσουν κάθε λεπτό κάθε έργου, ο Lynch έφτιαξε ένα έργο που δεν περιγράφεται σε 140 χαρακτήρες. Κάτι που απαιτεί το 100% της προσοχής του θεατή και λίγο παραπάνω. Όταν ολόκληρες ταινίες μπορούν να κριθούν θετικά ή αρνητικά μόνο από το τρέιλερ, ο Lynch μας βάζει να ενώσουμε υπομονετικά όλα τα κομμάτια ενός παζλ (συμπεριλαμβανομένου του να δούμε όλοι το υποτιμημένο από ολόκληρο το σύμπαν Fire Walk With Me) για να βγάλουμε το παραμικρό νόημα. Φυσικά, αυτό δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό. Παραδείγματος χάριν, ο κόσμος «φρίκαρε» με την εκδοχή του φινάλε που υπονοεί πως ήταν όλα ένα όνειρο. (Ναι, αλλά τίνος το όνειρο;)
Το Twin Peaks στέκεται ως ο «μπαμπάς» των σημερινών σειρών υπερπαραγωγών. Έχει ακόμα πράγματα να προσφέρει και το έκανε. Η ελευθερία που δόθηκε στους βασικούς συντελεστές της σειράς (D.Lynch και Μ.Frost) μας έδωσε μερικές από τις πιο περίεργες, όμορφες, ατμοσφαιρικές, αινιγματικές σκηνές της σύγχρονης τηλεόρασης — με αποκορύφωμα το 8ο επεισόδιο της σεζόν. Σκηνές που δεν αφήνουν τον θεατή απλά με το στόμα ανοιχτό χάρη στα τρομερά εφέ τους και το περίτεχνο μοντάζ αλλά τον καλούν να σκεφτεί πάνω σ’ αυτές, να τις αποκωδικοποιήσει.
Η «επιστροφή» έχει λίγα από τα στοιχεία της πρώτης σεζόν και του πρώτου μέρους της δεύτερης της ορίτζιναλ σειράς. Τα στοιχεία της νεανικής σαπουνόπερας, του high school drama αλλά και της καθαρά αστυνομικής σειράς μυστηρίου δεν πέρασαν στα 18 επεισόδια του τρίτου κύκλου. Ο Lynch εκμεταλλεύτηκε του γνώριμους χαρακτήρες και τον ήδη γνωστό κόσμο του Twin Peaks για να κάνει μια βουτιά ακόμα πιο βαθειά στα lodges (τις διαστάσεις που φιλοξενούν τα πνεύματα του καλού και του κακού), τα παράλληλα σύμπαντα, τα διαφορετικά σημεία στον χωροχρόνο και τους doppelgangers. Ούτε ένα λεπτό της «επιστροφής» δεν σπαταλήθηκε στο (αχρείαστο για τον Lynch) character development. Παρ’ όλα αυτά η σεζόν είχε αρκετά πράγματα για τους φανατικούς και μη που περίμεναν πως και πως την επιστροφή αγαπημένων χαρακτήρων. Φτιάχνοντας μια φάση «Δείτε πως είναι σήμερα η Shelly από το RR Diner», το πόντκαστ του Dr.Amp, η αλυσίδα εστιατορίων της Norma κ.λπ. Χωρίς, φυσικά, να ξεχνάμε τον δαιδαλώδη τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτεται η τύχη του Agent Cooper. Ωστόσο, και πάλι τίποτα δεν «χαρίζεται» στο κοινό. Σε όλη τη σειρά, το πρόσωπο που εμφανίζεται στην οθόνη δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον χαρακτήρα που το κοινό αναγνωρίζει ως το πρόσωπο αυτό, το πότε ο θεατής βλέπει κάτι δεν είναι απαραίτητα το πότε αυτό το κάτι συμβαίνει ή η πρώτη φορά που συμβαίνει. Το κεντρικό ερώτημα της σειράς δεν είναι πια «ποιος σκότωσε τη Laura Palmer» αλλά «τι είναι αυτό το μέρος» και δευτερευόντως «τι συνέβη σ’ αυτόν τον κόσμο».
Αυτό που κάνουν οι δημιουργοί του Twin Peaks, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το να χρησιμοποιούν τα μέσα που αυτοί θεωρούν κατάλληλα για να διηγηθούν μια ιστορία. Στα μέσα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο οι πρωτοποριακές τεχνικές ή οι ήχοι από πρωτάκουστα κατασκευάσματα αλλά και η αριστοτεχνική χρήση μη συνηθισμένων συνδυασμών ήχου και εικόνας με σκοπό να προκληθούν συναισθήματα. Οι συνθέσεις αυτές παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με τους διαλόγους και το σενάριο στο να ειπωθεί η ιστορία. Το ποια ακριβώς είναι αυτή η ιστορία ίσως να είναι λίγο πιο ανοιχτό σε ερμηνείες από ό,τι μας έχει συνηθίσει η τηλεόραση σαν μέσο, ακόμα και σήμερα με την πληθώρα των σύγχρονων, επικών διαστάσεων, κινηματογραφικής έμπνευσης τηλεοπτικών παραγωγών. Οι ερμηνείες αυτές, όμως, είναι που ολοκληρώνουν το όραμα του καλλιτέχνη, με τη σκέψη και την αίσθηση. Και κάπου εκεί έγκειται και η επιτυχία.