Αντίο Μπάτμαν – Διαβάζοντας την ποπ κουλτούρα με ταξικά γυαλιά

Λεωνίδας Βέργος Από Λεωνίδας Βέργος 11 Λεπτά Ανάγνωσης

Όταν ο κόσμος χωρίζεται σε πλούσιους/καταπιεστές και φτωχούς/καταπιεζόμενους και ταυτόχρονα η κυρίαρχη αφήγηση δακτυλοδεικτεί τον εχθρό στον φορέα διαφορετικού χρώματος ή φύλου – σεξουαλικού προσανατολισμού, ο κανόνας είναι ότι τα πράγματα δεν είναι στην ουσία τους έτσι όπως φαίνονται. Κάποιες δε φορές, το αποτέλεσμα της εφαρμογής ακριβώς αυτής της ταξικής οπτικής στην κοινωνία είναι πικρό. Ιδίως όταν με την οπτική εξετάζεται ένας μύθος, ένα φαινόμενο που μπορεί να μας έχει συντροφεύσει στις ανέμελες στιγμές μας από την παιδική μας ηλικία ώς και σήμερα. Μία τέτοια περίπτωση θα εξετάσουμε παρακάτω…

Τα κόμιξ, όπως και κάθε μορφή τέχνης, χωρίζονται στην εξέλιξή τους σε διάφορες «εποχές», ανάλογα και με τις εκάστοτε κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ο Μπάτμαν (κοινώς γνωστός ως Μπρους Γουέιν), ως όχι απλά ένας χαρακτήρας της 9ης τέχνης, αλλά ένα φαινόμενο της μαζικής ποπ κουλτούρας, ακριβώς λόγω της δημοφιλίας του καθρέφτιζε πάνω στις ιστορίες του τις εκάστοτε αλλαγές στο μέσο (βλ. sitcom Μπάτμαν δεκαετίας ’60, «Ο σκοτεινός ιππότης επιστρέφει» κτλ.). Και πράγματι έχουμε δει τη μορφή του σκοτεινού ιππότη να παίρνει τις πιο διαφορετικές τροπές στην εξέλιξη των ιστοριών του και των ίδιων των κόμιξ. Παρόλα αυτά, όλες οι διαφορετικές μορφές είχαν ένα κοινό, μία κοινή βάση: προερχόμενες από τις εκάστοτε εξελίξεις και αλλαγές στην παραγωγή και την οικονομία των ΗΠΑ, που στον 20ό αιώνα ήταν πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους, δεν ξέφευγαν από το κυρίαρχο πλαίσιο αφήγησης, αυτό που επιτάσσει η κοινωνία των ραγδαίων κοινωνικών ανισοτήτων/ταξικών διακρίσεων της καπιταλιστικής – ιμπεριαλιστικής μητρόπολης των ΗΠΑ. Τι γίνεται όμως, όταν ξεφεύγουμε από το κυρίαρχο πλαίσιο και εξετάζουμε την όλη μυθοποιία του σκοτεινού ιππότη του Γκόθαμ Σίτι με τα περίφημα «ταξικά γυαλιά» (για να παραπέμψουμε στην ταιριαστή ταινία They live, ένα άλλο αμερικανικό έργο τέχνης που ξέφυγε από το κυρίαρχο πλαίσιο και βρήκε τον πιο άμεσο τρόπο να παροτρύνει κι εμάς να το κάνουμε);

Την απάντηση θα δώσει ο… «συνήθης ύποπτος», Τάσος Θεοφίλου (Bad Choices, Είναι ήδη Νεκρός, Αχβαχικό) στο διήγημά του «Αντίο Μπάτμαν», που γράφτηκε το 2011 και εκδόθηκε δυο χρόνια μετά, από τις εκδόσεις Ασύμμετρη Απειλή. Το διήγημα, όπως ήταν άλλωστε αναγκαίο, σε συνεργασία με τον Kanellos COB, μεταφέρθηκε σε μορφή κόμικ από τις εκδόσεις Red n’ Noir το 2018. Κι όλα αυτά βγήκαν πολύ πριν το Hollywood βγάλει το Joker και η DC το Batman: White Knight του Sean Murphy. Για την ιστορία, το διήγημα μάλιστα, αποτελεί και  εύρημα της αντιτρομοκρατικής, αφού υπήρχε σε ψηφιακή μορφή σε USB stick που είχε κατασχεθεί κατά τη σύλληψη του Θεοφίλου!

Ας δοθεί μια σημείωση. Η μυθοποιία του Μπάτμαν είναι ο κατάλληλος χώρος επένδυσης για μια τέτοια εξέταση, από την ίδια τη φύση αυτής και των χαρακτήρων της. Εδώ μπαίνει η κυρίαρχη αφήγηση-πλαίσιο. Ένας δισεκατομμυριούχος playboy άνδρας, πιο πλούσιος γόνος μίας πόλης βουτηγμένης στο έγκλημα αλλά και τους ταξικούς διαχωρισμούς, που συμπληρώνει το έργο της αστυνομίας μέσω των άρτιων δεσμών του με αυτή στην πάταξη αυτού του εγκλήματος. Στην οποία έχει μάλιστα αφιερώσει όλη του τη ζωή, αφού ο Τζο Τσιλ  – που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο–  είχε στο παρελθόν δολοφονήσει τους γονείς του, για να τους ληστέψει. Ένας άνδρας-πρότυπο, που θυσιάζεται μάλιστα τρόπον τινά και παρουσιάζεται διαχρονικά στο αναγνωστικό κοινό ως «καλός σαμαρείτης».

«Η φτώχεια, η αδικία, η ανισότητα, η οικονομική κρίση, η ανεργία, η εξαθλίωση στις μητροπόλεις… δεν αποδίδονται στην κεφαλαιοκρατική δομή της κοινωνίας αλλά στις δαιμονικές δυνάμεις του εγκλήματος. Το σύνολο της δημιουργικής δραστηριότητας των πολιτών έχει υποταχθεί στο νόμιμο κεφάλαιο… η δραστηριότητα απ’ την αντικομφορμιστική εκτροπή πειθαρχεί στο αντίστοιχο παράνομο.»

Αφίσα περσινής εκδήλωσης του Smassing Culture με ομιλητές τους Γιάννη Κουκουλά, Τάσο Θεοφίλου και Kannelos Cob

Ταξικά γυαλιά: οι φιλανθρωπίες του Μπρους Γουέιν δε δύνανται ούτε κατά το ήμισυ να αφανίσουν την ακραία φτώχεια κι εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας που ο ίδιος (και η οικογένειά του) έχουν προκαλέσει με το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης για το κέρδος του, με την υπερσυσσώρευση του πλούτου και του κεφαλαίου στα χέρια τους. Ακριβώς αυτοί οι εκμεταλλευόμενοι, εντασσόμενοι νομοτελειακά στα λούμπεν στρώματα της κοινωνίας, καταφεύγουν στο έγκλημα ως ύστατη λύση προς επιβίωση αλλά και νοηματοδότηση της κοινωνικής τους ύπαρξης. Σε συνεργασία με την αστυνομία καταστέλλει αυτές τις δράσεις των απελπισμένων, λουμπενοποιημένων στρωμάτων, πείθοντας την κοινωνική συνείδηση πως αυτός είναι ο «καλός» της υπόθεσης. Επί της ουσίας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια δύναμη της ασφάλειας, προκαλεί τη φτώχεια και την εξαθλίωση και μετέπειτα τις διαωνίζει – είναι ταυτόχρονα κράτος και παρακράτος. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται  στην απεικόνιση του δολοφόνου των γονέων του: πρόκειται για έναν φτωχό εργαζόμενο σε μια δεξίωση  του Μπρους, που δουλεύει για πενιχρό μισθό και μετά βίας επιβιώνει – γι’ αυτό και, μέσα στην απόλυτη απελπισία και αποξένωσή που από την κοινωνία, κατέφυγε στο παρελθόν και στη ληστεία των πλούσιων Γουέιν. Ο Τζο Τσιλ έτσι, μετατρέπεται στον τέλειο αντι-ήρωα, κεντρική φιγούρα ενός απόλυτα αντι-καλλιτεχνικού έργου.

«Αναρωτιέμαι. Πόσο τίμιος μπορεί να είναι κάποιος που του ανήκει όλη η πόλη; Του ανήκε όλη η πόλη και αρνήθηκε να μου δώσει ένα πορτοφόλι…»

Πλήρης αντιστροφή των ρόλων.

Επιβάλλεται να αναφερθεί το γεγονός ότι η απόδοση σε κόμικ του «Αντίο Μπάτμαν», ενός τόσο αντισυμβατικού και απόλυτα αντι-εμπορικού έργου, κατέκτησε το Βραβείο Κοινού στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικ το 2019. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της κόμικ κουλτούρας είναι πιο έτοιμο από παλαιότερα για πολιτικές καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης, κάτι που σίγουρα δεν ίσχυε σε τέτοιο βαθμό στην προμνημονιακή εποχή και μάλλον καλλιεργήθηκε στη μετά την έναρξη της δομικής κρίσης κοινωνική φάση.

Σίγουρα στη δημοφιλία της κόμικ μορφής του Αντίο Μπατμαν έπαιξε ρόλο και το εξαιρετικό σκίτσο του Kanellos Cob, γνωστού για την άρτια καλλιτεχνική δουλειά στον χώρο των ελληνικών κόμιξ (πιο πρόσφατο παράδειγμα ολοκληρωμένης δουλειάς του ο Ζητιάνος) και ιδιαίτερα εκείνων των κόμιξ με ιδιαίτερη πολιτική ματιά (έχει επιπλέον συμμετάσχει και στην έκθεση Βαλ’ τους Χ, στην εικονογράφηση του Όχι σημαίνει όχι και στον Μπλε Κομήτη με την ιστορία της Emma Tenayuka).

Όσον αφορά το διήγημα Αντίο Μπάτμαν που προηγήθηκε του κόμικ, στερείται σαφώς το σκίτσο του Κανέλλου, δίνεται όμως περισσότερη έμφαση σε επιμέρους ζητήματα που έχουν την δικιά τους αξία. Ιδίως η πιο εκτενής και αποκαλυπτική περιγραφή του διαχωρισμού της διεφθαρμένης πόλης του Γκόθαμ σε πλούσιες συνοικίες και γκετοποιημένες παραγκουπόλεις, πλήρως παρατημένες από οποιαδήποτε δημοτική μέριμνα (πέραν φυσικά της καταστολής): «Οι νόμοι της αγοράς λειτουργούν κι εδώ αλλά σε μια πρωτόγονη εκδοχή. Με τη σκληρότητα της πρωταρχικής συσσώρευσης [κεφαλαίου] χωρίς ποτέ κανείς να συσσωρεύει…». Αλλά και η παρουσία του Τζόκερ, που, αν και ιδιαίτερα μικρή και φαινομενικά ασήμαντη, δίνει την ευκαιρία στον ταξικά ενσυνείδητο Τζο να εξηγήσει ότι, αν και εκ πρώτης όψεως οι Μπάτμαν και Τζόκερ είναι αμείλικτοι εχθροί, επί της ουσίας βρίσκονται και οι δύο από την ίδια μεριά του οδοφράγματος, πιόνια και οι δύο του αστικού συστήματος.

Αν λάβει κανείς υπόψη και τη δήλωση του ίδιου του Θεοφίλου (σε σχετική και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο Comicdom) σχετικά με τη φύση του έργου, ότι δηλαδή η αντίστροφη αυτή οπτική «πρόκειται μάλλον για διαλεκτική σύνθεση» με την κλασική μυθοποιία του Μπάτμαν, παρά για απλή αποδόμηση, αφού «οι υπερήρωες ανήκουν τόσο σε εμάς, τους ‘από κάτω’, όσο και στην εξουσία…» το έργο κάνει κάτι παραπάνω από το να παρουσιάζει τον σκοτεινό ιππότη με το βλέμμα των κολασμένων της γης: είναι μία προσπάθεια να δοθεί ο λόγος στους «από κάτω» για την τύχη των ηρώων και αντι-ηρώων τους. Ένα «πολιτιστικό αντιπρόταγμα», που ίσως και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού και όχι στα κέρδη της mainstream βιομηχανίας.

Επιλογικά είναι πραγματικά συνταρακτικό όσο και διαφωτιστικό –και απόλυτα πρωτοπόρο– το να βλέπει ο κοινός αναγνώστης ένα τόσο διαδεδομένο σύμβολο του δυτικού πολιτισμού του 20ου αιώνα και έπειτα και της αντίστοιχης μαζικής ποπ κουλτούρας με αυτόν τον τρόπο, που εύλογα δεν είχε καν φανταστεί πριν. Όταν δε, πρόκειται για αναγνώστες που παρακολουθούν χρόνια τις περιπέτειες του σκοτεινού ιππότη στην 9η και 7η τέχνη, στις πάνω και κάτω στιγμές της εξέλιξής του, άρα έχουν συνηθίσει στην κυρίαρχη – βολική αφήγηση, είναι γροθιά στο στομάχι. Μέσα σε λίγες σελίδες αποδομείται απλά, υλιστικά και διαλεκτικά όλο το οικοδόμημα και αφήγημα του Μπάτμαν ως ήρωα – λόγω του εργαλείου με το οποίο γίνεται αυτή η αποδόμηση (ή διαλεκτική σύνθεση, όπως προαναφέρθηκε) δε χρειάζεται και παραπάνω. Δίνεται όμως η ευκαιρία σε μια αυθόρμητη διαπίστωση που υπέβοσκε στη συνείδηση να αφεθεί ελεύθερη και να γίνει η ίδια συνείδηση – ανοίγοντας νέες διόδους. Όσο πικρή κι αν είναι αρχικά αυτή η διαπίστωση, στην πραγματικότητα, μοιάζει με δικαίωση. Και η καλλιτεχνική αρτιότητα του έργου, ως επιστέγασμα, έρχεται να την επισφραγίσει.

Μοιραστείτε το Άρθρο