Το 2020 δεν ήταν για κανέναν καλή χρονιά, πόσο δε μάλλον για τους κινηματογράφους (και όσους δουλεύουν σε αυτούς, όπως οι καταδικασμένοι σε αεργία και λοιδορούμενοι από μια αήθη κυβέρνηση ηθοποιοί και γενικά art workers) Εξαναγκασμένοι να δουλεύουν ουσιαστικά τη μισή χρονιά, και αυτό με πολλούς περιορισμούς, οι κινηματογράφοι έφεραν φέτος τις λιγότερες ταινίες εδώ και χρόνια. Μπορεί το τοπίο να συμπληρώθηκε από streaming παραγωγές, όμως αυτό όχι μόνο δεν αναίρεσε αλλά επέτεινε τη δυσχερή κατάσταση των αιθουσών. Πολλές μεγάλες αλυσίδες στο εξωτερικό κήρυξαν πτώχευσοι, μεγάλα στούντιο, με πρώτο και καλύτερο τη Disney, είπαν πολύ απλά ένα εκκωφαντικό «αδιαφορώ» για το κινηματογράφο και γενικότερα οι μεγάλες αλλαγές που ήδη ήταν στα σκαριά το προηγούμενο διάστημα επιταχύνθηκαν στις συνθήκες πανδημίες. Τα επόμενα χρόνια ο κινηματογράφος και, βασικότερα, ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουμε συλλογικά ως κοινωνική εμπειρία και τρόπο διασκέδασης/ψυχαγωγίας θα αλλάξει.
Δε θα τελειώσει, όπως δεν τέλειωσε με τα torrent, με τα πειρατικά dvd και με τις κασέτες, αλλά θα αλλάξει. Γιατί ο κινηματογράφος στα 100 πλέον χρόνια ιστορίας του έχει αλλάξει και θα αλλάξει ακόμα πολλές φορές, ακολουθώντας το Κεφάλαιο και τις αντιδράσεις γύρω από αυτό.
Όμως πέρα από αυτά, τι μένει για εμάς το 2020; Λίγα πράγματα η αλήθεια είναι. Τα καλύτερα πράγματα του το 2020 μας τα έδωσε πολύ νωρίς, επηρεασμένο ακόμα από την ευτυχισμένη άγνοια του 2019. Μετά ήταν κυρίως αποτελέσματα streaming, scavenging και φεστιβάλ, τα οποία έφταναν σε εμάς ψυχρά και διαδικτυακά, με μεγάλη πικρία και θυμό για τον εγκλεισμό μας, που τελικά ήταν χρόνος που πετάχτηκε στα σκουπίδια. Ωστόσο κάτι βγήκε, μετά τα πολλά.
10 – Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς
Φέτος βγήκαν η αλήθεια είναι πολλές ελληνικές ταινίες που άξιζαν την προσοχή μας. Πρόστιμο, Μήλα, Digger, όλα σε λίγες μέρες. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μία ήταν η ελληνική ταινία που απασχόλησε την πλειοψηφία του ελληνικού κοινού, το οποίο τη στήριξε με όλες του τις δυνάμεις στους κινηματογράφους, όσο έπαιζε. Και αυτή ήταν η νεά ταινία του Γιάννη του Οικονομική, η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς.
Χτίζοντας πάνω στη φόρμα του νεονουάρ όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στις δεκαετίες από την ευρωπαϊκή κινηματογραφική εμπειρία, ο Οικονομίδης καταφέρνει να δαμάσει τα θέματα του και να τα συνδυάσει με μια εικόνα της ελληνικής επαρχίας η οποία πάλλεται από ζωή, βία, ακυρωμένες επιθυμίες, ματαιωμένη επικοινωνία η οποία σπαράζει μέσα στις αμέτρητες βρισιές των ηρώων του, ακόμα και όταν το θέμα της συζήτησης δεν το απαιτεί.
Λίγες κουβέντες στον κινηματογράφο του Οικονομίδη δεν έχουν ένταση. Οι περισσότερες είναι έτοιμες να εκραγούν από συναισθήματα, είτε αγάπης είτε μίσους είτε ακόμα και σεβασμού. Όλα μοιάζουν σα γροθιά στο πρόσωπο. Όμως, όταν το αρχικό μούδιασμα και σοκ φύγει, ο θεατής παρατηρεί πλέον τους ήρωες καλύτερα και, κυρίως, τι τους ωθεί σε έναν τέτοιο κώδικα επικοινωνίας. H Mπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς αποτελεί την πο ανθρώπινη μπουνιά που έχετε δεχτεί εδώ και καιρο.
9 – His House
H προσφυγική κρίση είναι ένα ακραία δύσκολο θέμα να προσεγγιστεί από άλλα είδη, εξαιτίας της ωμής δύναμης και της τραγικότητας που έχουν οι ιστορίες των ξεριζωμένων. Ωστόσο, η πρώτη ουσιαστικά ταινία του Remi Weekes (Fright Bites, Exhale), στο Νetflix, καταφέρνει και την επαναπροσδιορίζει στον φιλμικό χώρο, συνδυάζοντας την με έναν άλλο τρόμο: αυτό του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Πάτώντας σε μια βάση έκδηλα πολιτική, με κατανόηση του τρόμου των εμπόλεμων περιοχών, τον δαιδαλώδη λαβύρινθο της γραφειοκρατίας αλλά και τις ενοχές της επιβίωσης, το His House μας παραδίδει μια από τις καλύτερες στιγμές horror για το 2020, καλώντας μας να σκεφτούμε ότι στις περισσότερες φορές το δράμα των προσφύγων δε τελειώνει με την (εχθρικά δύσκολη) παροχή ασύλου. Πολλοί αφήνουν την κόλαση του πολέμου για τον τρόμο της φυλακής, μιας φυλακή και με κάγκελα και με ψιθύρους.
8 – Da 5 Bloods
Το 2020 μας πήρε πολλά πράγματα και ανθρώπους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Chadwick Boseman (Avengers: Ιnfinity War, Black Panther). Είχαμε όμως την ευκαιρία να τον απολαύσουμε σε έναν εμβληματικό ρόλο, στο Da 5 Bloods του Spike Lee ( BlacKkKlansman, Do The Right Thing), ξανά του Netflix. O αγαπημένος σκηνοθέτης εδώ εξετάζει ένα δύσκολο θέμα, τον πόλεμο του Βιετνάμ και την εμπειρία των μαύρων στρατιωτών σε αυτό. Μέσα από τους ετερόκλητους αλλά εντελώς Spike Lee– ικούς χαρακτήρες, ο θεατής ξεναγείται στον συναισθηματικό και κοινωνικό πυρήνα της αμερικανικής ιστορίας από την πλευρά των μαύρων, και, κυρίως, πως αυτή η ιστορία εκδηλώνεται στο σήμερα, σε μια Αμερική όπου κυρίαρχες είναι δυνάμεις είναι οι ακροδεξιές και θρησκόληπτες φωνές.
7 – Mank
Tρίτο σερί Netflix, για να καταλάβετε πόσο τραγική ήταν η χρονιά. To Mank του David Fincher (Μindhunter, Seven), με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Gary Oldman (Darkesh Hour, Lost in Space) παίρνει το παρασκήνιο πίσω από το Citizen Kane, μία από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, έναν βασικό πυλώνα της διαχρονικής περηφάνιας του Hollywood και το στρέφει εναντίον του, με μια ρητορική που πολλές φορές αιχμηρά, αν και υπερβολικά έκδηλα, κατηγορεί το σήμερα.
Το σενάριο, γραμμένο από τον εκλιπόντα πατέρα του David Fincher, Jack, το μακρινό πια 2003, εστιάζει στον σπιρτόζο σεναριογράφο που κρυβόταν πίσω από το Citizen Kane, τον Herman J. Mankiewicz. Το ίδιο το κείμενο της ταινίας, αν και φαινομενικά εστιάζει στις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε το θρυλικό, οσκαρικό αυτό σενάριο, ουσιαστικά αποτελεί μια άσκηση πρόζας, με βαριές ατάκες, που οι ηθοποιοί περιμένουν να τις εξαπολύσουν ο ένας στον άλλον με ταχύτητα, ακρίβεια και μηδενικό οίκτο. Mια εμπειρία που άξιζε τον κινηματογράφο…
6 – Jojo Rabbit
Ο νεοζηλανδός Taika Waititi (Mandalorian, Thor: Ragnarok) καταφέρνει όχι απλά να παρωδήσει με ανελέητο τρόπο τη μισαλλοδοξία , το μίσος για το διαφορετικό και την ανορθολογικότητα του (νέο)ναζισμού, αλλά την ίδια ίδια στιγμή να δώσει μία από τις πιο ζεστές και ανθρώπινες ταινίες της χρόνιας.
Ο Taika Waititi σε αυτή την προσπάθεια επιστρατεύει για άλλη μια φορά εκείνο το άγαρμπο, αθεράπευτα αμήχανο αλλά οικείο χιούμορ το οποίο καταφέρνει να περιλαμβάνει τους πάντες και την ίδια στιγμή να αναδεικνύει μέσα τους όλες εκείνες τις παιδικές τους εκφράσεις. Έτσι, είναι απόλυτα λογικό πως ένα παιδί, και μάλιστα με το ταλέντο του Roman Griffin Davis (Silent Night), θα κατάφερνε να πάρει αυτό το εργαλείο και να το ανάγει στην ανώτατη μορφή του.
Είναι αυτή η άκρατη παιδικότητα που επιτρέπει στην ταινία να ακροβατεί μεταξύ της κωμωδίας και της ναζιστικής ακρότητας. Και τελικά, είναι αυτή η παιδικότητα, με τον ίδιο τον Taika Waititi να την ενισχύει στον ρόλο ενός… ξεκαρδιστικού Αδόλφου, που καταφέρνει να υπογραμμίσει όλες τις συστημικές παράνοιες του ναζισμού όχι ως απλή (μαζική έστω) τρέλα ή λαϊκιστικές ρητορικές μιας συμμορίας μαχαιροβγαλτών, αλλά, και εδώ είναι το πιο δύσκολο, ως σύστημα που έπεισε εκατομμύρια ανθρώπους να το οδηγήσουν μέχρι τον θάνατο, που νομιμοποίησε μαζικές σφαγές και τις υλοποίησε με αυτοματοποιημένη και σχεδόν επιστημονική ακρίβεια και εμμονή.
5 – Never Rarely Sometimes Alway
Η καταιγιστική ταινία της Eliza Hittman (Beach Rats, 13 Reasons Why) είναι μια ακόμα μία ματιά στην εφηβική απόπειρα προσδιορισμού του εαυτού, η οποία εδώ συσχετίζεται με το γυναικείο δικαίωμα αυτοδιαχείρισης του σώματος. Το γυναικείο σώμα, με ρεαλισμό, δύναμη και βλέμμα πολύ μακριά από σκοποφιλία, γίνεται πεδίο μάχης ενάντια σε όλους επιθυμούν να το ελέγχξουν και να το εντάξουν σε μια άπονη και σκληρή βιοπολιτική, η οποία τελικά δεν ασχολείται με όσους ευαγγελίζεται ότι προστατεύει. Οι καταιγιστικές ερμηνείες και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ανεβάζουν αυτή την πολιτική στιγμή σε μια από τις καλύτερες φέτος.
4 – Honeyland
Μια μαγευτική ταινία από τη Βόρειο Μακεδονία, που βρήκε τον δρόμο του φέτος στις αίθουσες μετά την εντυπωσιακή του πορεία στα φεστιβάλ, το Honeyland (ή Medena zemja όπως είναι ο μακεδονικός τίτλος) της Tamara Kotevska (House on a Rocky Road, Free hugs) είναι ένα ντοκυμαντέρ για την τελευταία μελισσοκόμο άγριων μελισσών και τις αλλαγές στη ζωή της όταν δίπλα της μετακομίζουν κάποιοι ιδιαίτεροι γείτονες. Για την Ελλάδα αυτή τη ταινία βέβαια έχει και μια επιπλέον σημασία, καθώς είναι μια πανέμορφη ευκαιρία να γνωριστεί το ελληνικό κοινό με τη γλώσσα (που για το ελληνικό κράτος δεν υπάρχει ενώ μιλιέται) και τον πολιτισμό (που για το ελληνικό κράτος δεν υπάρχει, ενώ άνθρωποι ζουν, δημιουργούν και ερωτεύονται με αυτόν) της Βόρειας Μακεδονίας, μακριά από τις εθνικιστικές κορώνες ακροδεξιών και ψεκασμενων. Γιατί τελικά, η Μακεδονία ανήκει στις μέλισσες της.
3 – Nomadland
Με φωτογραφία βγαλμένη απευθείας από πίνακες ζωγραφικής, που φέρνει στον νου την ονειρική κινηματογράφηση των αμερικανικών χερσότοπων του Terrence Mallic και των 70s αριστουργημάτων του, Badlands και Days of Heaven, και με ένα σπαρακτικό σάουντρακ από τον Λουντοβίκο Ειναούντι, που υπογραμμίζει μουσικά όσα συναισθήματα μένουν ανείπωτα, το Nomadland της Chloé Zhao (Eternals, The Rider) είναι ένα αισθητικό κομψοτέχνημα, μια λυρική ελεγεία για τη μοναξιά, την απώλεια και τη διαδικασία του πένθους, αλλά και για την εύρεση της αγάπης και της συντροφικότητας εντός των δεσμών των πιο απρόσμενων κοινοτήτων. Είναι ένα κινηματογραφικό στολίδι, μια από εκείνες τις χαμηλόφωνα σπαρακτικές ταινίες που αγγίζουν μια ευαίσθητη χορδή, κάπου βαθιά μέσα σου, και μια από τις ελάχιστες, αλλά γι’ αυτό ακριβώς τόσο πολύτιμες, απολαύσεις αυτής της παράδοξης και ανοίκειας κινηματογραφικής χρονιάς.
2 – I’m Thinking of Ending Things
Tο ITOET είναι ένα υπέροχο, συναισθηματικό mindfuck το οποίο ούτε υποτιμά τον θεατή του ούτε προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει. Απλά του θέτει μια ερώτηση. Και ναι, ίσως τη θέτει επιτηδευμένα και με πολλά επιπλέον στοιχεία. Ωστόσο αυτά δεν είναι απαραίτητα για να δοθεί μια απάντηση προσωπική. Δε χρειάζεται να ξέρετε το musical Oklahoma, το οποίο παίζει στο αινιγματικό φινάλε για να νιώσετε τελικά την κατάληξη. Και τελικά, ίσως να μην έχει και σημασία, αφού ίσως να μην είμαστε ούτε καν οι θεατές εκεί.
1- The Lighthouse
H πρωτιά για φέτος πάει, δικαιωματικά πιστεύουμε, στο γοτθικά λαβκραφτικό The Lighthouse του Robert Eggers (The Witch , The Tell-Tale Heart )Δύο άτομα και ένας φάρος στην ερημιά μιας ακτής. Η βάρδια τους είναι αποκλειστικά το να καταφέρουν να αντέξουν τον χρόνο, τον χώρο και την ίδια τους την ύπαρξη. Willem Dafoe (Deathnote, Aquaman) άριστος για άλλη μια φορά και Robert Pattinson (The King, High Life) που τελεσίδικα ακολουθεί ουσιαστικές καλλιτεχνικές πορείες, οι δυο χαρακτήρες. Ο ένας γέρος και ο άλλος νέος. Τι παρελθόντα και τι μέλλοντα! Χαμένοι από χέρι. Η κηδεία τους ήδη έχει γίνει από το πρώτο καρέ. Από το δεύτερο, υπογραμμίζουν πως αποτελούν μια και μοναδική «περσόνα», διχασμένη, διασπασμένη ανάμεσα στην πρόθεση και την αναποφασιστικότητα. Σε αυτό που θέλουν να είναι και σε αυτό που είναι.
Είναι δυο μοναξιές που έρχονται σε επαφή μονάχα για να επιβεβαιώσουν και να «γιορτάσουν» εκ νέου την μοναξιά τους, δυο άνθρωποι που μυρίζουν (ναι, το φιλμ αυτό μυρίζεται κιόλας) λίγη εναπομείνασα ανθρωπιά και ταυτόχρονα προετοιμασία για φονικό, που τους παρακολουθούμε σε μια πορεία κατακόρυφης κατρακύλας και πτώσης, ασχέτως που πιστεύουν πως θα κατακτήσουν στο συμβολισμό του φάρου, το «φως». Αλαζονεία θα εκφράσουν και θα γκρεμιστούν σαν τον Ίκαρο. Ύβρη θα διαπράξουν και θα κατασπαραχθούν σαν τον Προμηθέα που σκέφτηκε να φέρει τη φωτιά στους ανθρώπους. Σε αυτούς που δεν την τίμησαν και σωριάζονται αιωνίως. Που έχουν καταρχήν τιμωρηθεί: δεν υπάρχει χώρος για φιλία, για συναδελφικότητα, για συνεργασία, για στοργή, δεν υπάρχει χώρος για αγάπη σε αυτή την πεταμένη απομόνωση, υπάρχει μονάχα ιεραρχία που όμως κανείς δεν άρχει. Είναι το περιθώριο του περιθωρίου. Ζούνε από την σάρκα του άλλου. Από τις σκέψεις του άλλου. Απομυζούν. Μια ταινία που σε ένα θρυμματισμένο κόσμο, σαν τον σημερινό, μονάχα μπορεί να υπάρξει. Και υπήρξε, ευτυχώς.