Σύμφωνα με τον Freud η γυναίκα αποτελεί ψυχαναλυτικά “μια σκοτεινή ήπειρο”, με την έννοια ότι αυτή παρέμενε για εκείνον κάτι το ανεξερεύνητο και το ακατάλειπτο. Η άποψη αυτή αποτέλεσε για χρόνια τη βάση πάνω στην οποία οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης της γυναικείας φύσης γινόταν έχοντας ως σημείο αναφοράς τον άνδρα. Έτσι, αυτή παρουσιαζόταν άλλοτε να πάσχει από “φθόνο πέους”, άλλοτε να αισθάνεται ακρωτηριασμένη και να νιώθει ότι κάτι της λείπει (συνήθως αυτό βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της), ενώ δεν είναι λίγες οι φορές ακόμα και σήμερα που ολόκληρο το γυναικείο βίωμα (σωματικότητα, σεξουαλικότητα, ερωτισμός) γίνεται αντιληπτό μόνο σε σύγκριση με το ανδρικό, ακόμα κι αν τα δύο φύλα έχουμε μεγαλώσει εντελώς διαφορετικά και ανάλογα με το φύλο μας. Με άλλα λόγια, η Εύα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μέρος του πλευρού του Αδάμ και ως εκ τούτου έχασε για πάντα το δικαίωμα στην Υποκειμενικότητα.
Όλα τα παραπάνω άρχισαν να αλλάζουν την εποχή της κοινωνικής και σεξουαλικής απελευθέρωσης, κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν το δεύτερο κύμα φεμινισμού αποτέλεσε το όχημα προκειμένου οι γυναίκες να μπορέσουν να εκφράσουν την διαφορετικότητά τους, μέσα από το σύνθημα “είμαστε ίσοι, είμαστε διαφορετικοί”, διεκδικώντας έτσι τη γυναικεία ορατότητα στον ανθρώπινο πολιτισμό. Κατά την εποχή αυτή, ταινίες με αντικείμενο τη μαγεία και το μεταφυσικό κάνουν την εμφάνισή τους συνδέοντάς για πρώτη φορά το ζήτημα με την γυναικεία απελευθέρωση. Ειδικότερα, ένα από τα κλασσικότερα μοτίβα, γέννημα θρέμα της ως άνω αντίληψης, είναι η σύνδεση της γυναίκας με τη μαγεία και κατ΄επέκταση όσα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά από τον άνδρα, ο οποίος παραδοσιακά συνδέεται με την ορθολογικότητα και την ηθική της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου η σύνδεση της γυναικείας απελευθέρωσης και ενδυνάμωσης με τις μάγισσες, το πόσο παντοδύναμες αυτές είναι και τον τρόπο με τον οποίο διώχθηκαν από μια ανδροκρατούμενη κοινωνία αποτέλεσε “βούτυρο στο ψωμί” μιας τέτοιας αναπαράστασης.
Πράγματι, πασίγνωστες ταινίες όπως το Μωρό της Ρόζμαρι, ο Εξορκιστής, το Suspiria, αλλά ακόμα και cult απόπειρες όπως εκείνη του Witchfinder General , του Black Sunday και άπειρες άλλες, εδράζονται ακριβώς πάνω σε αυτό, ενώ μέχρι και σήμερα ταινίες όπως το Love Witch, το Witch ακόμα και το Maleficent πραγγματεύονται το ίδιο ζήτημα. Μια τέτοια ταινία με την ταμπέλα του underrated παρακολούθησα πρόσφατα και στο Netflix και πραγματικά πρόκειται για ένα διαμαντάκι, που πρέπει να ανακαλυφθεί από όλους σας. Πρόκειται για μια ισπανική ταινία του 2020, που αφηγείται την ιστορία μιας παρέας κοριτσιών, που ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουν να ζουν τις ζωές τους προκαλείτην προοσοχή της Ιεράς Εξέτασης και συγκεκριμένα γίνεται η εμμονή ενός από τους Ιεροεξεταστές της κατά τον 17ο αιώνα. Έτσι, μια εκδρομή των κοριτσιών στο δάσος, γεμάτη μουσική, φαγητό και ποτό, έξαλλο χορό και τραγούδι την ημέρα του Σαββάτου, γίνεται η αφορμή για να κατηγορηθούν ως μάγισσες και κατ’ επέκταση να ξεκινήσει η ανάκρισή τους. Βέβαια, η σύλληψη τους συνδυάζεται και με το γεγονός ότι οι διάφορες κοινωνικές ομάδες (αγρότες, ναυτικοί κλπ) διαμαρτύρονται για τη φτώχεια και τις κακές συνθήκες διαβίωσης, πράγματα για τα οποία σύμφωνα με το κατεστημένο δεν μπορεί να φταίει κανείς άλλος πέρα από τις σκλάβες του διαβόλου. Πολύ περισσότερο, το ίδιο.
Σύντομα, οι νεαρές κοπέλες, που μόλις έχουν αφήσει πίσω τους την εφηβεία και χαρακτηρίζονται από δροσιά, τόλμη και έναν χαβαλέ όμοιο με εκείνον που μόνο μια γυναικεία παρέα μπορεί να καταλάβει, αντιλαμβάνονται ότι είτε αποδεχτούν, είτε όχι την κατηγορία, το τέλος τους είναι προκαθορισμένο και οι ανακριτές τους βέβαιοι για την ενοχή τους. Αντί, λοιπόν, να κλάψουν την μοίρα τους και προκειμένου να διατηρήσουν την περηφάνεια τους, σαν το αντίπαλο δέος απέναντι στους βασανιστές τους, αποφασίζουν να τους “γλεντήσουν”. Έτσι, μέσα από τη γυναικεία ονειροπόληση, τις κρυμμένες επιθυμίες, τη γυναικεία φαντασία και τη σεξουαλική άνοιξη που αρχίζει να ξυπνάει εντός τους, αποφασίζουν να παρασύρουν τον Ιεροεξεταστή που τις ανακρίνει στην τέλεση της τελετης του Σαββάτου (Sabbat). Οι ευφάνταστες αφηγήσεις τους, η έκσταση στην οποία καταπέφτουν προκειμένου να γλεντήσουν τα νιάτα και τη γυναικεία φύση τους, αλλά και η ελευθερία με την οποία αντιμετωπίζουν το κορμί και τη γλώσσα τους γίνονται για εκείνον όχι μόνο πρόδηλα σημάδια της ενοχής τους, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο “μαγεύεται” από εκείνες, αφού σύντομα γίνεται φανερό ότι η ορθολογικότητα και η αυστηρότητα του άντρα κάμπτεται από τον πόθο του και την περιέργεια του γύρω από τις γυναίκες αυτές,με αποτέλεσμα να τον κερδίζουν!
Πραγματικά, το Coven of Sisters αποτελεί ένα απο τα πιο ευχάριστα και “κοριτσίστικα” θεάματα που έχω παρακολουθήσει τελευταία, αφού ο σκηνοθέτης, αν και άντρας, καταφέρνει να παρουσιάσει επακριβώς την ατμόσφαιρα και το κλίμα που επικρατεί σε μια παρέα νεαρών κοριτσιών με όρους, μάλιστα, τόσο σύγχρονους που θα ήθελες να είσαι μέλος της. Παράλληλα, η οπτική με την οποία επιλέγει να προσεγγίσει το ζήτημα είναι αυτή ενός διονυσιακού ντελιρίου και της έκστασης , σε αντίθεση με ταινίες παρόμοιας θεματικής όπως το Virgin Suicides. Πράγματι, αυτό που σύντομα γίνεται αντιληπτό είναι η ανικανότητα των αντρών, που βρίσκονται σε περίοπτες θέσεις της κοινωνίας, να καταλάβουν το τρόπο σκέψης και δράσης των κοριτσιών αυτών. Αυτή η ανικανότητα, σε συνδυασμό βέβαια με πολιτικούς παράγοντες, τους κάνει να βρεθούν αντιμέτωποι με τη σκοτεινή ήπειρο της γυναικείας αυτοδιάθεσης. Από την άλλη μεριά, οι ηρωίδες της ταινίας μέχρι το τέλος επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν την κατηγορία σε βάρος τους ως το όχημα για την ελευθερία τους και τη σύγκρουσή τους με το ανδρικό κατεστημένο, με στόχο να το εξευτελίσουν.
Όπως προκύπτει με τα παραπάνω, πρόκειται για μια ακόμα ταινία που χρησιμοποιεί την θεματική των μαγισσών για να αναδείξει την αδικία με την οποία αντιμετωπίζονται οι γυναίκες μέσα στους αιώνες, αλλά και την αδυναμία η γυναικεία βιωματικότητα να μπορεί να γίνει αντιληπτή με όρους ανδρικούς. Αυτό, ωστόσο, που την κάνει στα μάτια μου διαφορετική είναι όμορφος, απόλυτα κοριτσίστικος τρόπος, με τον οποίο οι ηρωίδες της επιλέγουν να πολεμήσουν τον εχθρό τους, χρησιμοποιώντας τα δικά του μέσα. Ο σκηνοθέτης, δε, μένει πιστός στην αφήγησή του μέχρι το μοιραίο φινάλε, κάτι που κάνει τον θεατή να έχει μια περίεργη αίσθηση δικαίωσης, παρά το τέλος που προδιαγράφεται ήδη από την αρχή για τα κορίτσια, τα οποία συνθέτουν πράγματι “μια σύναξη αδελφών”!