Με (πολύ) μεγάλη καθυστέρηση, και τώρα που έχει καταλαγιάσει για τα καλά η συζήτηση για την 3η σεζον του Daredevil, πιστοί στο πνεύμα Slowpoke που έχουμε για τοτέμ, καταθέτουμε και την δική μας άποψη!
Λίγο μετά την ολοκλήρωση της 3ης σεζόν του, η σειρά του Drew Goddard (Μartian, Lost) κόπηκε από το Netflix, θύμα εταιρικών διαφωνιών με την Disney. Αυτό που μας άφησε όμως η σεζόν αυτή ήταν, πολύ απλά, μια από τις καλύτερες υπερηρωικές ιστορίες που έχουμε δει στην μικρή οθόνη. Πράγματι, ο Daredevil του Goddart κοιτάει στα μάτια το Born Again του Frank Miller, το comic στο οποίο (χαλαρά) βασίστηκε η ιστορία του και στέκεται περήφανο απέναντι της, με το βλέμμα, τυφλό αλλά οργισμένο και στραμμένο σε ένα χαωμένο, πολύπλοκο παρόν, γεμάτο κατηγορίες για fake news από αυτούς που τα διαχέουν, από εκμετάλλευση και πόνο, αλλά και την κατανόηση του δομικού πια χαρακτήρα τους.
Η τρίτη σεζόν του Daredevil αντλεί την έμπνευση της από ένα comic της “σιδερένιας” δεκαετίας του 1980, όπου κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ήταν η σκληρή αμφισβήτηση και η τάση για την αποδόμηση των ειδώλων που είχαν στηθεί. Τα ιερά τοτέμ της μαζικής κουλτούρας, οι υπερήρωες της, στήθηκαν στον τοίχο, απογυμνώθηκαν από το υψηλό (αλλά συχνά παιδικά και αφελές) τους περιεχόμενο, και τέθηκαν μεταξύ των ανθρώπων, ως άνθρωποι, ίσοι και βαθιά πληγωμένοι. Ο Goddard, κατανοώντας το πνεύμα αυτής της αποδόμηση, μετέφερε την κριτική του χωρίς να κάνει το λάθος να την ταυτίσει με την φόρμα του, με τα υλικά δηλαδή που το έκαναν οι δημιουργοί της δεκαετία του 1980. Δεν έχει λοιπόν το ίδιο νόημα ή βαρύτητα να βλέπουμε (ξανά και ξανά) τον Daredevil να βασανίζεται από τους ηθικούς του φραγμούς, την πίστη του στον αστικό νόμο και την καθολική του ανατροφή. Ακόμα λιγότερο ενδιαφέρον έχει να βλέπουμε τον Daredevil να πολεμά και να τραυματίζεται, σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που πλέον αγγίζει τα όρια του torture porn.
Για την τρίτη σεζόν αρκέστηκε στον ρόλο του παραγωγού και έδωσε την σκυτάλη τον εξίσου έμπειρο Erik Oleson (The Man in the High Castle). Αυτός, έχοντας μελετήσει πολύ καλά τόσο το αρχικό υλικό όσο και την πρώτη σεζόν της σειράς, την επιστρέφει στις ρίζες, αλλά μεταθέτει τον προβληματισμό της. Αν στην πρώτη σειρά το κύριο μέλημα ήταν η πίστη στον ανθρώπινο ( πάντα αστικό όμως) νόμο, στο σύστημα απέναντι στο οποίο υποτίθεται ότι όλοι είναι ίσοι, τώρα το ερώτημα μεταφέρεται καθαρά σε όρους ηθικής/ μεταφυσικής, όπου και ο καθολικισμός του χαρακτήρα παίρνει τόσο σημαντική θέση: είναι οι ήρωες, αυτοί οι μασκοφόροι που αναζητούν μια αφηρημένη εικόνα δικαιοσύνης στους δρόμους καλοί άνθρωποι; Και, τελικά, είναι τόσο διαφορετικοί από τα τέρατα που πολεμούν; Αν ναι, γιατί τελικά το σύστημα πολεμά τους πρώτους και όχι τους δεύτερους; Γιατί προστατεύει με κάθε μέσο και κάθε δυνατό θέαμα τα τέρατα; Η αυστηρή αίσθηση αυτοτιμωρίας του Daredevil, η ιερότητα της ζωής και η υπεράσπιση της συγκρούεται με την κατανόηση του ότι δυστυχώς αυτή η λογική είναι τελικά αδύνατον να εφαρμοστεί, όσο και το υπερηρωικό είδος προσπαθεί να την τηρήσει (με τέλη βεβιασμένα και θολά, όπως δυστυχώς και τώρα).
Η τρίτη σεζόν είναι καρφωμένη στο παρόν. Και ως μια σειρά της εποχής της, καταφέρνει να πάει την υπερηρωική τηλεόραση ένα βήμα πιο πέρα, βάζοντας στον πυρήνα μια σειρά από δομικές αμφισβητήσεις: Είναι τελικά το ίδιο το σύστημα και όχι απλά μερικοί διεφθαρμένοι λειτουργοί του που όχι μόνο προστατευτούν, αλλά τελικά εργάζονται για τον Fisk. Είναι η ίδια η δομή των ΜΜΕ, και όχι μερικοί κακοί δημοσιογράφοι, που εστιάζει στο εντυπωσιακό θέαμα, που εστιάζει στην ματωμένη/ συμβολική εικόνα της στολής του Daredevil και όχι στον άνθρωπο που βρίσκεται από κάτω. Για αυτό και η στολή/ σύμβολο απορρίπτεται. Μαζί της απορρίπτεται η αναγνώριση και, τελικά, η αποδοχή.
Ο Fisk, από την άλλη, τίθεται σαν ένα σύμβολο κοινωνικό, ακόμα ισχυρότερος από ήταν στην πρώτη σεζόν. Πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, όπου θεωρητικά θα ήταν αδύναμος, βρίσκει την μεγαλύτερη του δύναμη: τους μηχανισμούς εξουσίας και προβολής, τους οποίους χρησιμοποιεί για άμεσο, βίαιο έλεγχο και έμμεση, ιδεολογική, κυριαρχία. Μέσα σε ένα δίχτυ από fake news, καμπάνιες λασπολογίας αλλά και, σε μια από τις καλύτερες στιγμές όλης της σειράς, ψυχολογικής χειραγώγησης, βλέπουμε τον Fisk, στην απόλυτη comicbook accurate μορφή του, σαν τον απόλυτο villain της post-truth εποχής: Έναν villain που όχι απλά δεν κρύβεται στις σκιές, αλλά δεν βρίσκει και τον λόγο να το κάνει, αφού οι προβολείς των media λειτουργούν πολύ καλύτερα. Το επιβλητικό παίξιμο του Vincent D’Onofrio ( Emerald City, Magnificent 7) έρχεται να δώσει υπόσταση σε αυτή την περσόνα.
Επιπλέον, ο έτερος κακός της σεζόν, ο ετεροκαθορισμένος Agent Pointdexter (για τους φίλους των κόμικ Bullzeye, παρόλο που αυτό το όνομα δεν αναφέρεται ποτέ) αλλά αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο από την αφηρημένη φιγούρα του Wilson Bethel ( Ηow To Get Away With Murder, Blood & Oil ), η ενδοσκοπική φιγούρα του οποίου δείχνει και την τάση της σειράς για μια πιο εσωτευρικευμένη αφήγηση, με έμφαση στο χτίσιμο των περιφερειακών χαρακτήρων και την ανάδειξη του παρελθόντος τους. Έτσι, έχουμε και το καλύτερο επεισόδιο της σεζόν, στο οποίο ο κεντρικός χαρακτήρας δεν εμφανίζεται καθόλου, και έτσι, επιτέλους, η Karen Page της Deborah Ann Woll (Escape Room, My Name Is Earl) και ο Foggy Nelson του Elden Henson (The Death and Return of Superman, The Butterfly Effect ) αναδεικνύονται ως ξεχωριστοί χαρακτήρες και όχι απλά ως συμπληρώματα του Matt Murdock.
Η σεζόν ήταν μία από τις πιο ουσιαστικές προσθήκες στο υπερηρωικό είδος, ανεξαρτήτως μέσου. Μπορεί να μην κατάφερε να απομακρυνθεί από τις παιδικές του αρρώστιες. Το βεβιασμένο φινάλε ήταν ίσως το πιο ενδεικτικό αυτής της κατάστασης. Ωστόσο οι θεματικές που έθεσε και οι τρόποι που τις παρουσίασε ήταν σίγουρα κάτι που θα μείνει κοντά μας για καιρό.