Ο Charlie Kaufman (Adaptation, Eternal Sunshine of the Spotless Mind) είναι ένας πολύ αγαπητός στο κοινό δημιουργός που όμως οι ταινίες που, με λίγες εξαιρέσεις, δύσκολα καταφέρνουν να φέρουν πίσω κέρδη. Μάλιστα, μετά την οικονομική αποτυχία του πανέμορφου Anomalisa, ο Kaufman είχε μείνει μακριά από την κινηματογραφική καρέκλα για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, εστιάζοντας κυρίως στα σενάρια. Τώρα, επιστρέφει στο Netflix, με μεγάλες δημιουργικές ελευθερίες και διασκευάζει (ή καλύτερα αλλάζει εντελώς) το βιβλίο του Iain Reid «I Am Thinking Of Ending Things» και μας δίνει μια ταινία που τελικά, είναι αδύνατο να την κατατάξεις κανείς κάπου, ή ακόμα και να την κατανοήσει με μία θέαση μόνο.
Ίσως η πιο φιλόδοξη δημιουργία του Kaufman το ITOET (για συντομία) μπορεί να ξεκινά από μια απλή σκέψη, για έναν επικείμενο χωρισμό ή έστω την επιθυμία για έναν. Δύο άνθρωποι που φαινομενικά ταιριάζουν πολύ, τελικά δεν ταιριάζουν και έτσι η γυναίκα ετοιμάζεται να χωρίσει τον σύντροφο της. Αφού γνωρίσει τους δικούς του.
Ωστόσο αυτό το απλό premise, το οποίο θα αρκούσε για να κάνει μια ίσως μελό και κοινότυπη ρομαντική ταινία κάποιος άλλος, ο Kaufman το ενδύει με τόσες αναφορές, παρεκβάσεις, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και κριτικές συζητήσεις και τελικά, παραφωνίες ως προς τον σκοπό και το genre (περνά από το rom drama στο ψυχολογικό θρίλερ, μετά στο μυστήριο και τέλος… στο μιούζικαλ), με τόσο βαριά ατμόσφαιρα… αβεβαιότητας, που τελικά ο θεατής μένει να αναρωτιέται:
Υπήρξαν τελικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην ταινία; Ή μήπως ήταν ο ένας παρήχηση του Εγώ κάποιου άλλου; Της κοπέλας, που το voice over με τις σκέψεις της διακόπτεται συχνά από τον σκεπτικό σύντροφο της και το όνομα της αλλάζει συνεχώς; Του εγωπαθή και κυριευμένου από τα ΜΜΕ που καταναλώνει οδηγού; Ή μήπως τελικά του φύλακα του σχολείου και του animated γουρουνιού του; Η μήπως απλά του κοινού, που βλέπει τους φόβους και τα όνειρα του να χορεύουν και τελικά να επιβραβεύονται μέσα σε μια διακριτική μεν, δηκτική δε κριτική παρωδία;
Η ίδια η ταινία φαίνεται διστακτική να απαντήσει, όχι όμως κακοπροαίρετα. Ταλανίζεται συνεχώς και η ίδια από το ερώτημα αν τελικά υπάρχουμε όντως ο ένας στο μυαλό του ή αν είμαστε κατασκευές, μπολιασμένες από βιβλία, κριτικές και ταινίες. Αν τελικά υπάρχουν εκεί έξω άλλοι άνθρωποι ή αν είμαστε μόνοι μας με σκιές στους τοίχους. Ή αν τελικά είμαστε και εμείς σκιά στο τέλος.
Ο Kaufman δεν έχει σκοπό να μπερδέψει τον θεατή, ούτε να τον εντυπωσιάσει. Μπορεί στις συζητήσεις των συνδαιτημόνων να εναλλάσσονται βαρύγδουπα ονόματα, κριτικές για ταινίες του Casavetes, άλλες ταινίες που δεν υπήρξαν ποτέ, κουβέντες για την Κοινωνία του Θεάματος του Debord, όμως αυτά έχουν τελικά ως σκοπό όχι την επίδειξη, αλλά την εισαγωγή αμφιβολίας.
Πόσο δικές μας μπορεί να είναι δανεισμένες σκέψεις και απόψεις. Και, βασικό επίσης, πόσο μπορεί να αντέξουν σχέσεις που απλά αναπαράγουν απόψεις με τις οποίες συμφωνούμε και δεν μας προκαλούν να αλλάξουμε και να βελτιωθούμε. Και την ίδια στιγμή εξερευνούν κάτι άλλο. Πόσο μακριά μπορούν να πάνε στο μυαλό μας άνθρωποι που δεν είναι πραγματικοί; Πόσο μπορεί να μας επηρεάσουν, να μας εκπλήξουν τέτοια φάσματα σκέψης. Τελικά στην εποχή μας, που όλοι υπάρχουμε ταυτόχρονα σε πολλά μέρη, ενσώματα ή όχι, πόση σημασία έχει το να είσαι πραγματικός; Ειδικά όταν οι μη πραγματικοί άνθρωποι της ζωής μας τελικά μένουν κοντά μας περισσότερο από τους υλικούς.
Οι σκέψεις αυτές δεν είναι χρονικά περιορισμένες. Όπως οι γονείς του πρωταγωνιστή γερνάνε ή ανανεώνονται, φαινομενικά στιγμιαία, έτσι και αυτές πηγαινοέρχονται σε διαφορετικά σημεία της ζωής μας, ενώνοντας τα σε μια άμορφη μάζα συναισθημάτων, λίγο πριν το τέλος (ή μετά από αυτό).
Αυτά έρχονται στο νου ως στόχοι της ταινίας. Πώς όμως ο Kaufman επιτυγχάνει αυτό τον μετεωρισμό, αυτή την επίπονη αμφιβολία και τη συναισθηματική εγγύτητα των σκέψεων του; Σε αυτό δεν υπάρχει μία και μόνο απάντηση. Όπως και οι σκέψεις και τα συναισθήματα στο ITOET διασχίζουν ταυτόχρονα πολυσχιδείς διαδρομές, έτσι και τα τεχνικά μέσα χαράσσουν αυτά τα μονοπάτια για τον θεατή με πολλά μέσα. Από τον οικείο, ρουστίκ (και για αυτό ανησυχητικό) αισθητικό σχεδιασμό της Molly Hughes, το ανατριχιαστικό soundtrack του Jay Wadley ή ακόμα και τον άστατο, νευρικό χειρισμό της κάμερας που παρατείνει την αγωνία μέχρι και τους τίτλους τέλους (μην τους αγνοήσετε). Όλες οι πλευρές της ταινίας ενισχύουν η μία την άλλη, αφήνωντας τον θεατή όμως ουσιαστικά (και επιτηδευμένα) μόνο του απέναντι στην αγωνία του τι συμβαίνει.
Δύσκολα θα μπορούσε όμως να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα χωρίς και τα κατάλληλα πρόσωπα. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο Jesse Plemons (El Camino, The Irishman) και η Jessie Buckley (Chernobyl, Taboo) είναι το τέλειο ζευγάρι για αυτή την ταινία, με την έννοια ότι αμφότεροι μπορεί να φαίνονται χαμηλών τόνων όμως έχουν τεράστια γκάμα ως ηθοποιοί και μπορούν να αντλήσουν πολύ υψηλά ποσοστά… αμηχανίας ο ένας από τον άλλον. Έτσι εντείνουν και την αμηχανία του θεατή, ο οποίος βλέπει κυριολεκτικά μια σχέση να διαλύεται, μαζί με τις απόψεις που είχε για αυτή. Ειδικά η Buckley, τη διακοπτόμενη φωνή της οποίας ακούμε συχνά στην ταινία, καταφέρνει να δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας στον θεατή, μέχρι τη στιγμή που αυτή χάνεται ολοκληρωτικά.
Επιπρόσθετα, το ζεύγος των γονέων, η Toni Collette (Knives Out, Little Miss Sunshine) και ο αγαπητός David Thewlis (Harry Potter, Wonder Woman) επιτυγχάνουν απόλυτα στο να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως τις βασικές πηγές άγχους και φόβου, τουλάχιστον για ένα σημαντικό μέρος της ταινίας. Μέσα από πολύ διακριτικές, αμήχανες αλλά παράδοξα συνηθισμένες αλληλεπιδράσεις, βλέπουμε καταστάσεις που δεν είναι ούτε τρομακτικές ούτε ανησυχητικές, αλλά αντίθετα, πολύ ανθρώπινες. Γίνονται όμως σχεδόν ανατριχιαστικές μέσω των ερμηνειών τους και της μη γραμμικής, ταυτοχρονικής συναισθηματικής κατάστασης που τελικά βιώνουν (αυτοί, οι θεατές, κάποιος άλλος). Ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο των δύο χαρακτήρων είναι πως, τελικά, δε βρίσκονται πια εκεί ολοκληρωμένοι.
Το ITOET είναι ένα υπέροχο, συναισθηματικό mindfuck το οποίο ούτε υποτιμά τον θεατή του ούτε προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει. Απλά του θέτει μια ερώτηση. Και ναι, ίσως τη θέτει επιτηδευμένα και με πολλά επιπλέον στοιχεία. Ωστόσο αυτά δεν είναι απαραίτητα για να δοθεί μια απάντηση προσωπική. Δε χρειάζεται να ξέρετε το musical Oklahoma, το οποίο παίζει στο αινιγματικό φινάλε για να νιώσετε τελικά την κατάληξη. Και τελικά, ίσως να μην έχει και σημασία, αφού ίσως να μην είμαστε ούτε καν οι θεατές εκεί.