“Οι γυναίκες σ’ όλο τον κόσμο ανακαλύπτουν πως έχουν τη Δύναμη. Κουνώντας μόνο το μικρό τους δαχτυλάκι, μπορούν να προξενήσουν αφόρητο πόνο που φτάνει πιθανόν ως τον θάνατο.
Κάθε άντρας στον πλανήτη συνειδητοποιεί ξάφνου πως έχει χάσει τον έλεγχο.
Ήρθε επιτέλους η ώρα των κοριτσιών – αλλά για πόσο μπορεί να κρατήσει; Η αποστομωτική απάντηση στο ανατρεπτικό, ιδιοφυές φανταστικό μυθιστόρημα της Naomi Alderman, που αψηφά με χαρακτηριστική άνεση κάθε τι που θεωρείται «κανονικό» για τα δύο φύλα στην εποχή μας.”
“Η Δύναμη” της Naomi Alderman είναι ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται ολοκληρωτικά πάνω στο αφήγημα της μητριαρχίας. Για πολλά χρόνια η ύπαρξη ενός σκληρού, βίαιου και αποτρόπαιου μητριαρχικού παρελθόντος, όπου κυριαρχούσαν γυναίκες όπως η Μήδεια, η Κίρκη, η Εκάτη και οι Αμαζόνες αποτελούσε “βούτυρο στο ψωμί” κάθε φαλλοκράτη, ο οποίος χρησιμοποιούσε το εν λόγω αφήγημα ως όπλο προκειμένου να υπερασπιστεί την ορθολογικότητα και τη θετική πλευρά της πατριαρχίας. Παρ’ όλα αυτά, γίνεται πλέον δεκτό ότι μια τέτοια εποχή δεν υπήρξε ποτέ. Η Naomi Alderman χρησιμοποιεί λοιπόν το συγκεκριμένο αφήγημα σαν μέσο προκειμένου να πετύχει έναν εντελώς αντίστροφο σκοπό.
Ξαφνικά, οι γυναίκες αποκτούν τη δύναμη να παράγουν ηλεκτρισμό με την κίνηση των δαχτύλων τους, προκαλώντας αφόρητο πόνο σε όσους τις απειλούν. Η δύναμη αυτή συνοδεύεται με την ανατροπή του πατριαρχικού πολιτισμού και την εγκαθίδρυση ενός αντίστοιχου μητριαρχικού. Έτσι, η συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει τη τέλεια δυστοπία μέσα από την αντιστροφή χιλιετιών σεξισμού, προκαλώντας μικτά συναισθήματα και μια αίσθηση ασφυξίας. Η νέα αυτή τάξη πραγμάτων αναδεικνύεται μέσα από το πρίσμα της κουλτούρας του βιασμού (rape culture) και μιας βίαιης γυναικείας φύσης, όπου αναγκάζει τους άντρες να ζουν υπό την απειλή φυσικής βίας! Εδώ βρίσκεται και η ειρωνεία της συγγραφέως αφού αναποδογυρίζει τους ρόλους των δύο φύλων μέσα από το πνεύμα της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόνοια που αφήνουν μερικές από τις ηρωίδες της ότι η χρήση βίας “μπορεί και να αρέσει στους άντρες”, αγγίζοντας έτσι τον πυρήνα της κουλτούρας του βιασμού. Ως εκ τούτου, το βιβλίο της Alderman που μετέφεραν στα ελληνικά οι εκδόσεις Οξύ, πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί τόσο από γυναίκες, όσο και από άντρες, οι οποίοι θα έρθουν στη θέση των γυναικών, παίρνοντας μια ιδέα για το τι σημαίνει να ζεις σε έναν σεξιστικά δομημένο κόσμο.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το βιβλίο της Naomi Alderman, πέραν της φανερής sci -fi, δυστοπικής φύσης του, έχει και χαρακτήρα πολιτικής φαντασίας, όμοιας με εκείνη που συναντά κανείς στα έργα του Jonathan Swift ή της Ursula Le Guin, αφού μέσα από αυτό ο αναγνώστης παρακολουθεί μια θεωρητική κατασκευή, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση των “Ταξιδιών του Γκιούλιβερ” και του “Αναρχικού των δύο κόσμων” αντίστοιχα. Προς τη θέση αυτή συγκλίνουν όχι μόνο κάποια από τα τεχνικά στοιχεία του βιβλίου, που δίνουν την εντύπωση ερευνητικής εργασίας και όχι μυθιστορήματος, αλλά και από το εντελώς διαφορετικό backround των ηρωιδών της Alderman, οι οποίες μοιάζουν σαν τις μεταβλητές ενός θεωρητικού πειράματος.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο αναγνώστης δε θα γνωρίσει έναν διαφορετικό κόσμο, αλλά τον καθρέφτη του κόσμου στον οποίο ζει. Πράγματι, η μητριαρχία της Alderman είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της πατριαρχίας, στην οποία ζούμε. Επομένως, σκοπός δεν είναι να καταδείξει τα εγκλήματα ενός μητριαρχικού κόσμου, αλλά να τοποθετήσει τους άντρες στη θέση των γυναικών, καταγγέλλοντας τον σεξισμό που βιώνουν οι τελευταίες καθημερινά. Έτσι, μέσα από την κλασσική φιλοσοφική θέση ότι πρέπει κανείς “να μπαίνει στη θέση του άλλου”, ο φαινομενικά επιθετικός χαρακτήρας του βιβλίου αποκτά χαρακτηριστικά ενσυναίσθησης. Παράλληλα, αποκαλύπτεται η ψυχοπάθεια (με την έννοια την έλλειψης ενσυναίσθησης) της κοινωνίας στην οποία ζούμε