Η Saoirse Ronan σε μια αφοπλιστική ερμηνεία για το τι σημαίνει να συνειδητοποιείς ότι μεγαλώνοντας δεν μπορείς να γίνεις κάτι καλύτερο από τους γονείς σου και δεν πειράζει.
H Christine “Lady Bird” McPherson είναι μαθήτρια στο τοπικό καθολικό σχολείο στην επαρχιακή πόλη του Sacramento. Παγιδευμένη στην ξεχασμένη επαρχεία της Αμερικής, έχει να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα των γονιών της που της στερούν την δυνατότητα να σπουδάσει μετέπειτα σε κάποιο αστικό κέντρο. Περισσότερο ανυπόφορη γι’ αυτήν είναι η έντονη σχέση με την μητέρα της, η οποία έχει ουσιαστικά τα ηνία του σπιτιού, ενώ ο πατέρας είναι πιο ευαίσθητος, υποτακτικός στην μητέρα και μένει άνεργος. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την συνηθισμένη ζωή ενός εφήβου δημιουργούν ένα ειλικρινές οδοιπορικό προς την ενηλικίωση με την νοσταλγική αύρα των 00s.
Χιούμορ και δράμα, συγκίνηση και απογοήτευση, οι ψυχολογικές διακυμάνσεις της Ladybird είναι συνεχείς. Αρχικά σιχαίνεται την επαρχεία και προσπαθεί να δώσει νόημα στην ζωή της στο κατά γενική ομολογία ανιαρό καθολικό σχολείο συμμετέχοντας στην θεατρική ομάδα. Εκεί γνωρίζει τον Danny, κάνουν σχέση αλλά ανακαλύπτει ότι είναι gay και χωρίζουν. Έπειτα δουλεύει σε καφέ για να ενισχύσει τους γονείς της και εκεί γνωρίζει τον μυστηριώδη μουσικό Kyle. Εντάσσεται στον κύκλο των κακομαθημένων πλουσιόπαιδων προκειμένου να ξεφύγει έτσι από την προσωπική της μιζέρια περισσότερο, οπότε απομακρύνεται από την παιδική της φίλη. Τελικά όμως επιστρέφει στην κανονικότητα, όταν είναι έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της και να φύγει σε κολέγιο στην Νέα Υόρκη. Τώρα όμως που φαινομενικά πέτυχε ό,τι ήθελε, φαίνεται να αναθεωρεί την στάση απέναντι στους γονείς της και στο «εξωτικό» πια Sacramento.
Η σχέση μητέρας- κόρης είναι το κεντρικό στοιχείο της ιστορίας. Η κόρη από την μια πασχίζει να γίνει αποδεκτή από την αυστηρή μητέρα, από την άλλη αποτάσσεται όλα τα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχουν κοινά, οπότε βάφει τα μαλλιά της και αυτοαποκαλείται Lady Bird. Υπάρχουν στιγμές που οι δυο τους δένονται συναισθηματικά και την επόμενη μαλώνουν και μισούνται. Η μητέρα δουλεύει ατέλειωτες ώρες και νιώθει πνιγμένη από οικονομικές υποχρεώσεις ενώ η κόρη ασφυκτιά από τις περιορισμένο μέλλον που προδιαγράφεται. Όταν η μητέρα μαθαίνει ότι η κόρη της έγινε αποδεκτή από κολέγιο στη Νέα Υόρκη και μάλιστα χωρίς να της πει για την αίτηση, θυμώνει και δεν της μιλά καθόλου. Στην πραγματικότητα όμως δεν μπορεί να διαχειριστεί την φυγή του παιδιού της και την μετάβασή της στην ενήλικη πια ζωή. Στο τέλος το μετανιώνει, αλλά το παιδί της έχει μόλις φύγει. Η ταυτότητά της ως μητέρα κατακλύζει την ταινία, αλλά στα λίγα πράγματα που μαθαίνει ο θεατής για το παρελθόν της είναι προβλήματα αλκοολισμού και καταπίεση. Στο βάθος υπάρχει και η πατρική φιγούρα, βυθισμένη στην κατάθλιψη χρόνων και την ανασφάλεια της ανεργίας.
Η ταινία είναι υποψήφια για Όσκαρ α’ και β’ γυναικείου και όχι άδικα λοιπόν. Η φυσικότητα της Saoirse Ronan στην προσέγγιση του δύσκολου χαρακτήρα της μπερδεμένης εφήβου δημιουργεί τόση πόλωση στην σχέση με την μητέρα της, που υποδύεται η Laurie Metcalf. Η σκηνοθέτης Greta Gerwig προσαρμόζει προσωπικά της βιώματα στην ταινία και είναι επίσης υποψήφια. Βέβαια, η επαρχεία εδώ δεν περιγράφεται με τον ίδιο κυνικό τρόπο όπως στις Τρεις Πινακίδες λόγω θεματολογίας και σκηνοθετικής προσέγγισης, αλλά είναι μια συγκινητική και κωμική αναδρομή σε γνώριμες συμπεριφορές, που μπορεί πια η ενήλικη σοβαροφανή και επιφανειακή πραγματικότητα να μας τις απαγορεύει.