Η Lara Croft προσγειώνεται στο βικτωριανό Λονδίνο, μόνο που έχει προσθετικά μέλη και είναι κατά ένα μέρος ghoul.
Ο Joe Benitez γνωστός βετεράνος των κόμικ με θητεία σε εταιρείες όπως DC και Image, δημιούργησε το 2010 σε έξι μέρη μια φανταστική περιπέτεια «The Tablet of Destinies» που επανανοηματοδότησε την steampunk αισθητική. Γρανάζια, ατμομηχανές και δερμάτινοι κορσέδες συναντούν δαίμονες, πανίσχυρα αρχαία αντικείμενα και όπλα μαζικής καταστροφής. Στο ενδιάμεσο βρίσκεται μια γυναίκα με πανίσχυρες δυνάμεις αλλά προβληματικό παρελθόν, που όλο μοιάζει να την κυνηγά.
Στην Αφρική, μια αρχαία ανασκαφή για ακαδημαϊκούς σκοπούς, γίνεται αυτή την φορά υπό την επίβλεψη της αστυνομίας και συγκεκριμένα της μυστικής υπηρεσίας. Τα αντικείμενα ενός μύθου χαρίζουν απεριόριστη γνώση στον κάτοχό τους και σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται η στενή επιτήρηση. Όμως η πίεση στους επιστήμονες φτάνει στο σημείο της απειλής συγγενικών προσώπων στο μακρινό Λονδίνο και έτσι έχουμε την σύνδεση με την πρωταγωνίστρια. Η ντεντέκτιβ, ηρωίδα και αριστοκράτισσα Lady Mechanika αν και εισέρχεται εξ΄ αρχής στην ιστορία, δεν βοηθά τουλάχιστον στα πρώτα τεύχη το να πάρει γρήγορους ρυθμούς η πλοκή και κάποιες στιχομυθίες μοιάζουν να επαναλαμβάνονται. Αυτή η κατάσταση έρχεται να ανατραπεί στα δυο τελευταία τεύχη που έχουμε εναλλαγή σκηνικού από τις ζούγκλες του Κονγκό στην έρημο Σαχάρα. Η αγωνία κορυφώνεται στο τέλος, χωρίς όμως να έχει να προσφέρει κάποια βαρυσήμαντη μάχη. Η δράση εσωτερικεύεται στα πολύπλοκα σχέδια διάσωσης και τις εναλλαγές των σχέσεων εξουσίας που περνούν μπροστά από τα μάτια της ηρωίδας χωρίς ωστόσο να προκαλούν ιδιαίτερη ένταση. Είναι σχεδόν ξεκάθαρο ότι η πλοκή δεν επιδιώκει να αποτελέσει κάτι εξεζητημένο, στηρίζεται με συνείδηση στα παραδοσιακά κλισέ μιας μεταφυσικής ιστορίας δράσης και αυτό ίσως τελικά να μην είναι πρόβλημα.
Το μόνο στοιχείο που κρατάει πρακτικά αμείωτο το ενδιαφέρον είναι το αισθητικό κομμάτι. Το σχέδιο του Joe Benitez αν και παραμορφώνει αρκετά την γυναικεία ανατομία, χαρίζει την ροή στο λόγο με ένα σχέδιο που δεν περνά απαρατήρητο. Πιστό στη steampunk θεματική, μικρά και μεγάλα γρανάζια επιβάλλουν την παρουσία τους ως πλαίσιο στα λεπτομερή και καλοδουλεμένα καρέ που αποπνέουν παράλληλα μια συνειδητή αφαιρετικότητα. Από τις πτυχώσεις των διαφορετικών υλικών των ρούχων μέχρι την εναλλαγή σκληρών γραμμών και καμπυλών για την απόδοση του βλέμματος και της έκφρασης, οι χαρακτήρες αποπνέουν το πομπώδες και συνάμα αναχρονιστικό πνεύμα του steampunk. Ειδικά η μορφή της Lady Mechanika που γίνεται το κέντρο βάρους κάθε σκηνής, μοιάζει να διαπερνά με τα εκφραστικά και ψυχρά της μάτια τον αναγνώστη. Το περιβάλλον αν και θα μπορούσε να είναι ισάξια επιβλητικό, φαίνεται από την μια να υποχωρεί στο πολύβουο αστικό τοπίο ενώ στην έρημο Σαχάρα δίνει ένα από τα αρτιότερα μινιμαλιστικά καρέ, δείγμα της δεινότητας του σκιτσογράφου Benitez. Τα χρώματα και τα μελάνια φαίνεται να έρχονται από επιλογή σε δεύτερη μοίρα, χωρίς ιδιαίτερες σκιάσεις ούτε φανταχτερά χρώματα, ίσα ίσα για να δημιουργήσουν μια αίσθηση «μουτζούρας» και καταχνιάς στο βικτωριανό σκηνικό που μοιάζει μολυσμένο από την ατμοσφαιρική ρύπανση κατά την βιομηχανική επανάσταση. Αξιέπαινη επίσης, η σχεδίαση των όπλων, του πολεμικού εξοπλισμού και των πολεμικών μηχανών σε σύνδεση με το γενικότερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Η Lady Mechanika παρουσιάζει συνολικά ένα ενδιαφέρον σαν χαρακτήρας. Μοιάζει ψυχρή και χαμένη μέσα στις αντιφάσεις και τα ερωτηματικά σχετικά με την φύση της αλλά τα αποδιώχνει για χάρη του καθήκοντος. Κατά την διάρκεια της ιστορίας ξεδιπλώνονται ελάχιστες πλευρές της προσωπικότητάς της και μοιάζει να είναι μονοδιάστατος χαρακτήρας ενώ απλά νιώθει κενή από αναμνήσεις και δεν έτσι έχει κάτι συναισθηματικό για να χτίσει βάσεις και διαπροσωπικές σχέσεις. Το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση της παρεμβάλλεται από την απόκρυφη και μυστηριώδη πτυχή του ghoul και την ψυχρή υπολογιστική του cyborg δημιουργεί ένα πολύπλοκο ψυχολογικό σύμπλεγμα. Κάνει παράλληλα κριτική στον κλειστό και καταπιεστικό-πατριαρχικό χαρακτήρα της βρετανικής ελίτ, αν και η ίδια αποτελεί μέρος αυτής της τάξης. Μοιάζει να μην μπορεί να αποδεχθεί την κατασκευασμένη έννοια της «θηλυκότητας» που της έχει επιβληθεί, γι’ αυτό και στην μάχη και προσωπική της ζωή φοράει παντελόνια, πότε ήταν κώδικας ντυσίματος των αντρών. Γνωρίζει και έρχεται σε επαφή με μια εξόριστη φυλή γυναικών σε ζούγκλα στο Κονγκό, που μέσα στο ίδιο της το περιθώριο και την δεισιδαιμονία, την απορρίπτει λόγω του «μη-κανονικού» παρουσιαστικού της. Κομβικό στοιχείο για την απόδοση όλων αυτών των χαρακτηριστικών είναι η μη oversexualised εμφάνιση της πρωταγωνίστριας, η οποία παρ΄ όλα αυτά γεμίζει τα καρέ με πολλές δόσεις female power.