Τα Όσκαρ κάθε χρόνο κρίνονται από τις απουσίες τους. Εκεί φαίνεται εξάλλου και η βαθιά συντηρητική, συστημική τους λειτουργία, όσο προοδευτισμό και αν θέλουν να πουλήσουν.
Mε αυτό στο μυαλό η παρουσία μιας ταινίας όπως το Little Women ως υποψήφια σε πληθώρα κατηγοριών (όχι όμως και καλύτερου σκηνοθέτη για την Greta Gerwig) μοιάζει κάτι παράταιρο επιφανειακά, καθώς είναι μια αμιγώς φεμινιστική ταινία. Την ίδια στιγμή όμως οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι ίδιες οι δημιουργοί στους εαυτούς τους, προκειμένου να βρεθούν εκεί που βρίσκονται, το δικαιολογούν.
Μια άψογη τεχνικά και αισθητικά διασκευή του ομώνυμου κλασικού βιβλίου του 1868, από τη Louisa May Alcott (η 7η κατά σειρά τέτοια απόπειρα), η ταινία μας μεταφέρει στις παράλληλες ζωές τεσσάρων αδερφών, από μια μίκρο-μέσοαστική οικογένεια της περιόδου λίγο μετά τον εμφύλιο στις ΗΠΑ.
Κάθε μία με τα δικά της όνειρα, τις δικές της φιλοδοξίες αλλά κοινά προβλήματα. Τέμνοντας την αφήγηση σε δύο χρόνους, μια εφηβική ηλικία και μια πρώιμη ενήλικη ζωή, η Gerwig , η οποία επιμελήθηκε και τη διασκευή του βιβλίου, καταφέρνει να αποδώσει με τρόπο άμεσο, κομψό και σίγουρο τις αντιδράσεις της καθεμιάς, όπως επίσης και τις αλλαγές που φέρνει η πείρα στις πρωταγωνίστριες της.
Οι αδερφές αντιμετωπίζουν ως βασικά τους θέματα κάτι παραπάνω από τη φτώχεια και έναν συστημικό σεξισμό και μισογυνισμό. Μια τέτοια αντιπαράθεση θα ήταν επαρκής για μια ταινία καταγγελτική αλλά συνηθισμένη, ακόμα και σήμερα, όπου τα ζητήματα αυτά όχι μόνο δεν έχουν επιλυθεί αλλά αντίθετα γίνεται συντονισμένη προσπάθεια να γιγαντωθούν ξανά.
Αυτό που οι Little Women κάνουν, και είναι και κάτι που τις καθιστά τελικά μεγάλες, είναι πως εστιάζουν στις δικές τους προσπάθειες, στα δικά τους συναισθήματα και, κυρίως, στην αλληλεγγύη μεταξύ τους.
Οι Little Women δεν αφορούν γυναίκες σύμβολα/ κλισέ, που ως μόνο σκοπό έχουν την ανατροπή των έμφυλων προτύπων. Αντίθετα πλάθουν, με έναν πολύ ζωντανό και ζεστό τρόπο, απλά άγχη φόβους, απώλειες και πιέσεις, τόσο από την καταπίεση που δέχονται ως γυναίκες, όσο και από το τεράστιο έργο της εναντίωσης σε αυτό.
Γιατί αυτή η εναντίωση πολύ συχνά είναι ορισμένη ξανά από έναν λόγο αρρενωπότητας, σκληρό και άγριο, ο οποίος ορίζει ότι για να αλλάξουν οι κοινωνικές συνθήκες που επιβάλλουν στις γυναίκες να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή και ιδιοκτησία των ανδρών τους, πρέπει να γίνουν πιο σκληρές, πιο «άξιες», πιο αρρενωπές από τους άνδρες. Πρέπει να μην αγαπούν, να μη νιώθουν και να μην αφήνουν αυτή την παράδοξη ελευθερία για κανέναν. Οι Little Women, απέναντι σε μια τέτοια πολεμική, η οποία για την εποχή της είχε μια λογική, προτάσσουν όχι υποταγή, αλλά έναν λόγο εναντίωσης πιο ανθρώπινο, που αναγνωρίζει αδυναμίες, που αναγνωρίζει το δικαίωμα στην ευτυχία, που τελικά, αναγνωρίζει την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων ως μέσο και στόχο.
«Κουράστηκα να ακούω πως οι γυναίκες είναι αδύναμες και θέλουν μόνο αγάπη. Αλλά νιώθω τόσο μόνη» λέει σε κάποια στιγμή μία από τις αδερφές, και εκεί μπορεί να βρεθεί και ένας από τους λόγους που το βιβλίο της Άλκοτ επέζησε τόσα χρόνια και τόσες συζητήσεις για το φύλο και τους φεμινισμούς.
Ωστόσο, τα χρόνια άλλαξαν και αυτές τις συζητήσεις μια στεγνή, ολόλευκη και τελικά, μικροαστική διασκευή δεν τις λαμβάνει υπόψη της και ενώ θα μπορούσε να εμπλουτιστεί από τους λόγους για τους διαθεματικούς φεμινισμούς της εποχής μας, τελικά δεν κάνει το άλμα προς τα εμπρός. Η παρουσία άλλωστε μιας ηθοποιού που έχει αποδείξει πως στις ΗΠΑ ο φεμινισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κρύψει κάθε είδους πολιτική συντήρηση, της Meryl Streep (Suffragette The Laundromat), είναι μια πολύ καλή ισχυρή ένδειξη για αυτό.
Ωστόσο η παρουσία μιας ηθοποιού που ταυτίζεται με το κατεστημένο, τόσο της βιομηχανίας του κινηματογράφου όσο και της πολιτικής, δεν ακυρώνει τις κεντρικές ερμηνείες της Saoirse Ronan (Lady Bird, Loving Vincent) και της Florence Pugh (Midsommar,Acting for a Cause) (υποψήφιες για Όσκαρ Α’ και ΄Β γυναικείου αντίστοιχα), οι οποίες αποτελούν εξαιρετικά και λεπτογραφημένα ψυχογραφήματα.
Και τελικά αυτές οι ερμηνείες, αυτή η τεράστια δύναμη με την οποία εμποτίζουν τη σκηνοθεσία της Greta Gerwig η οποία με τη σειρά της τους το ανταποδίδει με προσοχή και σεβασμό που καθιστούν τις νέες Little Women τόσό την καλύτερη μεταφορά του μυθιστορήματός, όσο και μία άξια