Oι ταινίες για το παλιό Hollywood, ακόμα και όταν έχουν έναν δηκτικό χαρακτήρα, συνηθίζουν να πέφτουν στην παγίδα του βαυκαλισμού και της ωραιοποίησης. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πολλές φορές οι δημιουργοί αναφερόμενοι στις «παλιές καλές εποχές» του κινηματογράφου προσπαθούν να επικαλεστούν μια συνέχεια του τότε και του τώρα, να αναδείξουν τη δική τους Τέχνη δια της συνάφειας και, ίσως τελικά, στο πίσω μέρος του μυαλού τους, να θέλουν και για τους ίδιους έστω ένα μερίδιο της λάμψης εκείνης της εποχής, όπως έχει φτάσει στις μέρες μας, καθαρή, ψεύτικη και μεγαλοποιημένη.
Κακά τα ψέματα, ο κινηματογράφος δεν είναι πια «το εργαστήριο ονείρων» του Méliès, ούτε καν η περίοδος των σταρ, όπως η Greta Garbo ή ο Fred Astaire. Η βιομηχανία έχει χάσει τη λάμψη της και πια πασχίζει να κρατηθεί όρθια, με πολύ νερό στη σαμπάνια της. Είναι λοιπόν ταιριαστό που έρχεται από τον χώρο ενός νεωτεριστικού κακού streaming μια ταινία, η οποία έχει ως σκοπό να ανακατέψει την τράπουλα και να κάνει τη βιομηχανία να κοιτάξει μια όψη του παρελθόντος μεγαλομανίας, γεμάτη δολοπλοκίες και απάτες. Μια εποχή που από τη μία πόζαρε στα περιοδικά και από την άλλη εμπόδιζε τους ανθρώπους να κυνηγήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Μια εποχή ενεργής προπαγάνδας υπέρ «του αμερικάνικου ονείρου» και κόντρα στον «κόκκινο κίνδυνο». Μια εποχή όπως το σήμερα.
Ο David Fincher (Μindhunter, Seven) λοιπόν, για να κάνει αυτή την υπερχρονική σύνδεση, ούτε αρκείται σε μια σκωπτικά σουρεαλιστική ματιά από την κλειδαρότρυπα, όπως έκαναν οι Coen στο (μέτριο) Hail Caesar, ούτε το παίρνει πάνω του να θαυμάσει και να διορθώσει την ιστορία με τρόπο αντιδραστικό, όπως ο Τarantino στο (κουραστικό) Once Upon A Time In Hollywood. Ο Fincher με το Mank παίρνει το παρασκήνιο πίσω από το Citizen Kane, μία από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, έναν βασικό πυλώνα της διαχρονικής περηφάνιας του Hollywood και το στρέφει εναντίον του, με μια ρητορική που πολλές φορές αιχμηρά, αν και υπερβολικά έκδηλα, κατηγορεί το σήμερα.
Το σενάριο, γραμμένο από τον εκλιπόντα πατέρα του David Fincher, Jack, το μακρινό πια 2003, εστιάζει στον σπιρτόζο σεναριογράφο που κρυβόταν πίσω από το Citizen Kane, τον Herman J. Mankiewicz, του οποίου το προσωπικό χιούμορ με τις γρήγορες, καυστικές ατάκες, τα βιτριολικά σχόλια και την πανταχού παρούσα αλλά διακριτική κοινωνική χροιά, αν και χωρίς επίσημη αναγνώριση, είχε επηρεάσει πολλές ταινίες της δεκαετίας. Το ίδιο το κείμενο της ταινίας, βαρυφορτωμένο από αυτού του είδους το γράψιμο, αν και φαινομενικά εστιάζει στις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε το θρυλικό, οσκαρικό αυτό σενάριο, ουσιαστικά αποτελεί μια άσκηση πρόζας, με βαριές ατάκες, που οι ηθοποιοί περιμένουν να τις εξαπολύσουν ο ένας στον άλλον με ταχύτητα, ακρίβεια και μηδενικό οίκτο.
Κραδαίνεται από τους ηθοποιούς σαν ξίφος και, ενώ τους εμποδίζει να δώσουν μια πιο φυσική ερμηνεία, αποδεικνύεται τελικά πως δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός του. Δομημένο καθαρά με το method acting των ηθοποιών κατά νου, με επίφαση μόνο προσομοίωσης της γλώσσας της εποχής και της ιδιομορφίας της, το Mank αποτελεί στον βασικό δημιουργικό του πυρήνα μια άσκηση/ ωδή αφιερωμένη τόσο στον ίδιο τον Herman J. Mankiewicz, όσο και στους αφανείς τεχνίτες πίσω από τον σκηνοθέτη, τους οποίους πολλές φορές κοινό και κριτικοί ξεχνάμε.
Το σενάριο είναι επίσης και ένας διακειμενικός διάλογος τόσο με τον ίδιο τον Wells στον Πολίτη Κέιν όσο και με τις καλλιτεχνικές, δημιουργικές του αναφορές και πηγές. Εξετάζει την ταινία αναλυτικά ως δηλητηριώδες, μνησίκακο και πολύ ρεαλιστικό βέλος απέναντι στον πραγματικό μεγαλοεκδότη στον οποίο βασίστηκε ο Kane, τον William Randolph Hearst, καταπιάνεται όμως και με τα θέματα που τελικά απασχολούν μακροπρόθεσμα η ταινία: Τον Τύπο και τη διαπλοκή του, ήδη από τα σπάργανα, με τα εξουσιαστικά κέντρα μέχρι την πλήρη τους ταύτιση, και, τελικά, τα γυάλινα και κενά κάστρα του πλούτου. Ένας Δον Κιχώτης που κυνηγά τους ανεμόμυλους της εξουσίας, οι οποίοι κινούνταν με τα χαρτιά των εφημερίδων…
Αυτά, στο Mank προχωρούν και εξελίσσονται ως θεματικές, λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά δεδομένα. Έτσι στη θέση του παραδοσιακού Τύπου, ο οποίος στα χρόνια της κρίσης και με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει συνηθίσει τη θέση κατοικίδιου της εξουσίας, έχουμε τη διασπορά fake news, που μολύνουν το κοινό φαντασιακό των ονείρων και των συνειδήσεών μας, μέχρι τελικά το πλήρες θόλωμα της πραγματικότητας. Τα όνειρα για εξουσία μένουν στη σκιά στελεχών που είναι χαρούμενα να τσακίσουν σοσιαλιστικά όνειρα και οι εφιάλτες των εργαζομένων πίσω από τις κάμερες γίνονται όλο και πιο πραγματικοί. Το Mank αναφέρεται σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα σε βαθμό θαυμασμού, όπως η ήττα του επίσης συγγραφέα σοσιαλιστή Upton Sinclair και του προγράμματος του End Poverty in California (EPIC) από τον υποστηριζόμενο από τα στούντιο ρεμπουμπλικάνο Frank Merriam το 1934, μια στιγμή όπου ο Mankiewicz αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με το άσχημο πρόσωπο του Hollywood.
Tαυτόχρονα βέβαια στο Mank είναι διάχυτα και σχόλια για την έλλειψη δημιουργικότητας στο Hollywood σήμερα, τον καταιγισμό sequels και prequels από δημιουργούς χωρίς όραμα. Βέβαια για έναν σκηνοθέτη που έχει βρει καταφύγιο στο Netflix, το οποίο δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει μια σειρά για την οποία έχει δώσει αγώνα, όπως το Mindhunter, τα σχόλια για τον τρόπο παραγωγής φαντάζουν μάλλον ξεδοντιασμένα…
Συνολικά το Μank σκηνοθετικά πατά σε μια αμφίβολη ισορροπία. Λέγοντας διακεκομμένα την ιστορία του σε δύο χρόνους, το διάστημα όπου ο πρωταγωνιστής του είναι καθηλωμένος σε ένα δωμάτιο και γράφει από τη μία και τα flashback της ζωή του ως διάσημος σεναριογράφος/ χιουμορίστας στα στούντιο του Hollywood από την άλλη, καταφέρνει τελικά να μην είναι αρκετά συνειρμικό για να εξαίρει τις σκηνοθετικές αρετές του Fincher ως σκηνοθέτη (που βασίζονται στην υποβλητικότητα), ούτε όμως αρκετά στρωτό στο να παρασύρει τον θεατή. Αγκομαχώντας με τον ρυθμό και τις υπερβολικά πολλές και μεγάλες συνισταμένες με τις οποίες καταπιάνεται το τελικό αποτέλεσμα, ενώ έχει ως ξεκάθαρο μπούσουλα τον Orson Wells, τελικά χάνεται σε ένα δημιουργικό χάος αφού να ακολουθηθεί με οποιονδήποτε τρόπο το όραμα του Wells εκφραστικά και του Mankiewicz ως πλοκή είναι φύσει αδύνατο.
Σε αυτό δεν μπορεί να τον σώσει ούτε η επιτηδευμένα σκοτεινή και παλιακή φωτογραφία της ταινίας, η οποία βέβαια είναι πανέμορφη χωρίς να αρκείται σε διακοσμητικό ρόλο. Η φωτογραφία για τον Fincher είναι το κοστούμι της ίδιας της ταινίας για να υποδυθεί ένα talkie, μια ταινία της εποχής, έχοντας όμως πάντα επίγνωση του σκοπού της. Η ίδια η ταινία του Fincher είναι, με λίγα λόγια, μία πανέμορφη και βαρύγδουπη performance από όλους τους συντελεστές.
Ωστόσο αυτό που τελικά σκάει σαν έκρηξη στο πρόσωπο του θεατή είναι οι ίδιες οι ερμηνείες όλων των παραγόντων, με πρώτο ανάμεσα τους το υπερόπλο που ακούει στο όνομα Gary Oldman (Darkest Hour, Batman, The Fifth Element). Πραγματικά ο Oldman παρασύρεται τόσο πολύ από τη δύναμη του σεναρίου που χορεύει φρενήρης στον ρυθμό της ίδια του της φωνής, πιστεύει τα αστεία του και τα επιτηδευμένα του λόγια, εξαπολύει μύδρους κλασικής λογοτεχνίας στους αντιπάλους/φίλους του, ζωγραφίζει με το πρόσωπό του τη βδελυγμία για όσους τον διαφεντεύουν και χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να ζήσει.
Ο Gary Oldman δεν είναι μόνος σε αυτή την πανδημία ταλέντου. Ως αντίπαλο δέος του στέκει ο Charles Dance (Game of Thrones, The Last ActionHero). Στέκει ως συμπαγής, οριακά σαιξπηρικός κακός, απροσδόκητα ανθρώπινος και εντυπωσιακά επιβλητικός. Επιπλέον, η μαγευτική Amanda Seyfried (Mama Mia, Bad Girls) καταφέρνει να αιωρηθεί με μεγάλη μαεστρία μεταξύ της μελετημένης τρυφερότητας και της φυσικής σκληρότητας. Τέλος, ο Tom Burke (The Show, Utopia) καταφέρνει να φέρει στις οθόνες μας μια πολύ πιστή απεικόνιση της προβληματικής ιδιοφυΐας του Orson Wells, αλλά και η Lily Collins να δείξει ότι oυσιαστικά χαραμίζεται σε φτηνές παραγωγές τύπου Εmily In Paris.
Το Μαnk, πολύ ειρωνικά, άξιζε τον κινηματογράφο. Και είναι ειρωνικό γιατί θα μπορούσε να έχει παραχθεί μόνο στη streaming τηλεόραση, ή καλύτερα, σε μια streaming τηλεόραση με μεγαλομανία κλασικού studio, τα ίδια ακριβώς στούντιο που το Mank αναφέρει με τόση σκληρότητα. Αλλά, όπως κλείνει και η ίδια η ταινία, that’s show business.