Ο Ρέι Κάρνεϊ, γέννημα θρέμμα του Χάρλεμ, βγάζει τα προς το ζην για να συντηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του με την τίμια εργασία του στο κατάστημα επίπλων του οποίου είναι ιδιοκτήτης. Προερχόμενος από οικογένεια στο χείλος της οικονομικής ένδειας, με έναν πατέρα κακοποιό, μέθυσο και βίαιο, ορκίστηκε πως ο ίδιος δεν θα ακολουθήσει τα βήματά του, αλλά την οδό της νομιμότητας. Μέχρι που ο μικροαπατεώνας ξάδελφός του, Φρέντι, τον εμπλέκει στην ένοπλη ληστεία του θρυλικού ξενοδοχείου της περιοχής, Theresa, οδηγώντας τον σε μια σπειροειδή πορεία προς το έγκλημα και τη διαφθορά.
Ο Colson Whitehead έγραψε ιστορία όταν έγινε ο πρώτος συγγραφέας που βραβεύθηκε δις με το βραβείο Πούλιτζερ, πρώτα με τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο το 2017 και στη συνέχεια με Τα Aγόρια του Νίκελ το 2020. Στο νέο του μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά, καταπιάνεται για πρώτη φορά με το είδος της αστυνομικής crime λογοτεχνίας και μας συστήνει τον χαρακτήρα του Ρέι Κάρνεϊ.
Ο Ρέι ήταν πάντοτε αόρατος, αντικείμενο χλεύης και ταπεινώσεων, από τα αγόρια που του έκαναν bullying στο σχολείο μέχρι τα ευκατάστατα πεθερικά του, που θεωρούν πως η κόρη τους συμβιβάστηκε μαζί του. Στον Ρέι, όμως, αρκεί η εντιμότητά του, ακόμα και όταν το νοίκι του μήνα για το μαγαζί του δεν βγαίνει, ακόμα και μέσα στους στενούς τοίχους του κλειστοφοβικού διαμερίσματός του στο Χάρλεμ. Σε αντιδιαστολή με αυτόν βρίσκεται η φιγούρα του ξαδέλφου του, Φρέντι, ταραχοποιού από μικρό παιδί και, πλέον, μονίμως μεταξύ κομπίνων και ύποπτων δουλειών. Ο Φρέντι θα προτείνει στον Ρέι να συνεργαστούν στη ληστεία του ξενοδοχείου Theresa, του πρώτου ξενοδοχείου της περιοχής που ήρε τους φυλετικούς διαχωρισμούς και θεσμού για την τοπική κοινωνία– η ληστεία, η βεβήλωσή του σηματοδοτεί τη δύση της αίγλης του Χάρλεμ, το τέλος της χρυσής εποχής του και την απαρχή μιας νέας, βουτηγμένης στην ανομία, τη διαφθορά και τη βία.
Ο Ρέι παλεύει με κάθε μέσο να αναδυθεί από τον βούρκο του Χάρλεμ, της φτώχειας και της καθημερινής βιοπάλης, ατενίζει διαμερίσματα στη Ρίβερσαϊντ Ντράιβ, τη γειτονιά των εύπορων και προνομιούχων κατοίκων της περιοχής, και φαντασιώνεται τον εαυτό του ως ένοικό τους, μια ζωή που δεν προορίζεται για εκείνον αλλά που συνεχώς αισθάνεται πως βρίσκεται στην άκρη των δαχτύλων του, ενσαρκώνοντας έτσι την ίδια τη φύση του απατηλού αμερικανικού ονείρου. Ο Ρέι επιθυμεί να διαφοροποιηθεί, να αποδράσει από τον κόσμο της μικροαπατεωνιάς, της βίας και της διαφθοράς που εκπροσωπεί ο πατέρας του, και επιστρατεύει προς τον σκοπό αυτόν ακαδημαϊκές σπουδές και επιχειρηματικές κινήσεις, όμως η διττή, ενδότερη φύση του (ή η ταξική προέλευση και το νομοτελειακό, προαποφασισμένο μέλλον του;) τον ωθεί, ξανά και ξανά, προς την παρανομία.
Σταδιακά, σε μια κατακόρυφα καθοδική πορεία που εκτείνεται στα τρία μέρη του βιβλίου, εντάσσεται και ο ίδιος στον ρυπαρό υπόκοσμο του Χάρλεμ: στήνει μια δεύτερη, υπόγεια επιχείρηση κλεπταποδοχής πίσω από τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού του, πληρώνει προστασία, συνεργάζεται με μαφιόζους και εκδικείται όσους προσπάθησαν να τον βλάψουν. Ο Ρέι συναπαντά μια σειρά από ύποπτες, ετερόκλητες φιγούρες, από ναρκομανείς κληρονόμους και διεφθαρμένους μπάτσους μέχρι κατάδικους, μπράβους και παντός είδους μέλη του υποκόσμου, όσο ο Whitehead συνθέτει ένα ψηφιδωτό του Χάρλεμ βουτηγμένου στην ανομία και τη βία. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’60 εν μέσω του καλοκαιρινού καύσωνα, με τα παιδιά να περικυκλώνουν τους πυροσβεστικούς κρουνούς για να δροσιστούν από το εκτοξευόμενο νερό, τις μπουγάδες απλωμένες στις σκάλες κινδύνου, την ατμόσφαιρα κολλώδη, ασφυκτική από την έλλειψη προοπτικών.
Ο Whitehead γράφει για τη φυλετική και ταξική διαστρωμάτωση της Αμερικής τη δεκαετία του ’60, για τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα με τα οποία οι Αφροαμερικανοί των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, οι εύποροι και μορφωμένοι, αντιμετωπίζουν τους βιοπαλαιστές και μικροαπατεώνες, τη μερίδα της κοινωνίας που ο Ρέι και η οικογένειά του εκπροσωπεί. Ο ήρωας του Whitehead αισθάνεται απόκληρος, μίασμα και παρίας ακόμα και ανάμεσα στους ομοίους του, η ταξική καταγωγή του τον κατατρύχει όσο και αν προσπαθεί να της ξεφύγει, η εγκληματική κληρονομιά του πατέρα του συνεχίζει να τον αμαυρώνει και, εν τέλει, να τον προσδιορίζει.
Μόνιμος και πανταχού παρών εχθρός, η λευκή εξουσία, όπως αυτή εκπροσωπείται από την αστυνομία, τους πολιτικούς και την αστική τάξη, όσο ταυτόχρονα η Κου Κλουξ Κλαν διαπράττει συνεχώς επιθέσεις και εμπρησμούς και οι έγχρωμοι πολίτες βρίσκονται διαρκώς σε κίνδυνο. Ο Whitehead μυθιστορηματοποιεί ένα αιματηρό κομμάτι της ιστορίας του Χάρλεμ, τις ταραχές του 1964 μετά τη δολοφονία ενός άοπλου 15χρονου μαύρου από έναν αστυνομικό, συμβάν σοκαριστικά και τραγικά επίκαιρο στην εποχή του George Floyd. Ο συγγραφέας συνθέτει μια ζωντανή τοιχογραφία του Χάρλεμ και μια γλαφυρή, παραστατική απεικόνιση της εποχής, παρότι τα πολιτικά συμβάντα δεν βρίσκονται ποτέ στο κέντρο της δράσης: οι χαρακτήρες του Whitehead παρακολουθούν κατά κύριο λόγο αμέτοχοι τις εξεγέρσεις και τις κινηματικές εξελίξεις, τους επιτρέπουν να αποτελέσουν το ταραχώδες, πολιτικά αναβράζον φόντο στο οποίο εκτυλίσσονται οι ζωές τους.
Ο Whitehead γράφει ένα γράμμα αγάπης/μίσους στο Χάρλεμ, ένα οικοδόμημα που κάτω από τη νομοταγή του πρόσοψη τροφοδοτείται διαρκώς από τη διαφθορά, το βρώμικο χρήμα και την αναζήτηση του επόμενου μεγάλου κόλπου. Εδώ όμως, και σε αντίθεση με τα προηγούμενα έργα του, η αφήγηση είναι στεγνή, χωρίς ένταση και αφηγηματική ζωντάνια, οι χαρακτήρες δισδιάστατοι και δίχως ενδιαφέρον, ενώ ο Whitehead, που για πρώτη φορά δοκιμάζεται στο απαιτητικό genre του crime fiction, μοιάζει να μην έχει βρει τον ειδολογικό προσανατολισμό που θέλει να ακολουθήσει.
Ο Colson Whitehead συνεχίζει την κληρονομιά του James Baldwin και το κοπιώδες έργο της οικοδόμησης μιας εποποιίας της μαύρης Αμερικής, ενός φόρου τιμής στο Χάρλεμ και τις γειτονιές όπου χιλιάδες μαύροι μεγάλωσαν και μελανές σελίδες της αμερικανικής ιστορίας γράφτηκαν – αυτήν τη φορά, όμως, με λιγότερη λογοτεχνική επιτυχία.