Το Tenet του Christopher Nolan επωμίστηκε το καθήκον να «σώσει τους κινηματογράφους» από τη πανδημία που εξελίσσεται – ένας στόχος μεγαλεπήβολος, τον οποίον μάλλον δεν κατάφερε να πραγματώσει, αν λάβουμε υπόψη μας τις εισπράξεις που έχει σημειώσει μέχρι στιγμής. Πέραν αυτού, όμως, αποτέλεσε και τη μεγάλη επιστροφή του σκηνοθέτη στη blockbuster-ική φόρμα που τον ανέδειξε σε μεγάλο όνομα, καθώς το Tenet είναι «αδερφάκι» του Inception, του Interstellar και του Memento και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής και της κινηματογράφησης του Nolan, πολλαπλασιασμένα επί χίλια.
Το Tenet αφορά στο ταξίδι στο χρόνο, ένα δύσκολο στοίχημα για να κερδηθεί. Το σενάριο χαρακτηρίζεται από την κλασική, νολανική μη-γραμμική αφήγηση. Επιπλέον, βρίθει από πληροφορίες, στοιχεία και γεγονότα, τα οποία απαιτούν το εκατό τοις εκατό της προσοχής του θεατή, ώστε να μπορέσει εν τέλει να συνδέσει τα κομμάτια του παζλ και να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ροής της.
Η ταινία, λοιπόν, επικοινωνεί με το κοινό βασιζόμενη στην αρχή της «κατανόησης» · θυμίζει γρίφο, που λύνεται χάρη στην εγκεφαλική, λογική σκέψη. Διότι η πλοκή, στην ουσία, αποτελεί ένα συνονθύλευμα δεδομένων, τα οποία παραπέμπουν περισσότερο σε κομμάτια μαθηματικού προβλήματος, παρά σε στοιχεία κινηματογραφικής δραματουργίας. Οι χαρακτήρες –με εξαίρεση, ίσως, την οικογένεια του «κακού»- δεν θυμίζουν ανθρώπους με φοβίες, άγχη και ελπίδες, αλλά, περισσότερο, όργανα της δράσης. Κατά συνέπεια, οι πράξεις τους δεν είναι πράξεις που κρύβουν κάποιο συναισθηματικό υπόβαθρο. Ο Nolan παίζει μονάχα με αρχέτυπα (ο «ήρωας ως ανεξίτηλη πηγή καλού», ο «διαβολικός ανταγωνιστής στις σκιές», η «αφοσιωμένη μητέρα»). Έτσι, παραδίδει ένα εντυπωσιακό ταξίδι γεμάτο αδρεναλίνη, το οποίο όμως, έχει να πει μονάχα λιγοστά πράγματα για την ανθρώπινη φύση και τη ζωή.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω (με βάση τη προσωπική μου εμπειρία και μόνο), μία σύγκριση του Tenet με μια ακόμη ταινία που απασχόλησε ιδιαιτέρως την επικαιρότητα, το I’m thinking of ending things, του Charlie Kaufman. Μια ταινία εξίσου δυσνόητη και δύσκολη, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Η πλοκή του έργου αυτού αγγίζει τα όρια της ανυπαρξίας: ο μοναχικός Jake (Jesse Plemons) ταξιδεύει με τη κοπέλα του (Jessie Buckley) στη χιονισμένη φάρμα των γονιών του, για να γνωριστούν και να δειπνήσουν μαζί. Από εκεί και πέρα, το ITOET ακολουθεί ένα καθαρά εικονοπλαστικό, σουρεαλιστικό μονοπάτι, αλλάζοντας ηλικία, ταυτότητα και παρελθόν στους χαρακτήρες του. Ανάμεσα δε στα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη φάρμα, παρεμβάλλεται και η ρουτίνα του επιστάτη κάποιου αμερικάνικου λυκείου, ο οποίος φαινομενικά δεν σχετίζεται με το βασικό κορμό της ιστορίας. Όλα αυτά αναμειγνύονται μεταξύ τους και στο τέλος, ο προσεκτικός θεατής ενδεχομένως να έχει μία κάποια ιδέα για το τι παρακολούθησε.
Εκεί που το Tenet αποτυγχάνει όμως, το ITOET πετυχαίνει για τον εξής λόγο: ναι μεν είναι χαοτικό στα γεγονότα που παρουσιάζει, αλλά είναι ξεκάθαρο στα συναισθήματα που προκαλεί και στη θέση που προβάλει για να επικοινωνήσει με εμάς. Ακόμα κι αν δεν καταλάβει κανείς ποιο κομμάτι πάει πού, όπως άλλωστε συνέβη και με εμένα στη πρώτη μου θέαση (είπαμε, θα κινηθώ σε καθαρά προσωπικό άξονα), γίνεται ξεκάθαρο πως η ταινία παρουσιάζει τις αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις μια ζωής που φτάνει στο τέλος της. Είναι ένα έργο που μιλάει για την οικογένεια, τον έρωτα που εν τέλει δεν καρποφόρησε, το θρήνο, τη μετάνοια και το θάνατο. Και για να μιλήσει για όλα τα παραπάνω, επιλέγει μια προσέγγιση που θυμίζει θέατρο του παραλόγου, κάτι που μπορεί να ξενίσει αρκετό κόσμο. Πολλοί θα επιλέξουν να σβήσουν την οθόνη τους στην αρχή ή και στη μέση – και με το δίκιο τους. Όποιος, όμως, αποφασίσει να μείνει και επιπλέον επιλέξει, μετά τη θέαση, να σκεφτεί ένα-δυο πράγματα για το τι είδε, θα οδηγηθεί αυτομάτως στη διαδικασία του (μάλλον υπαρξιακού) στοχασμού. Αυτό, καθώς το έργο του Kaufman δουλεύει με τον εξής τρόπο: με την αποκρυπτογράφηση του «τι έγινε», αποκρυπτογραφείται και μια μικρή σκέψη για την πορεία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, το ταξίδι της ταινίας προς τους τίτλους τέλους συνοδεύεται από το ταξίδι των ηρώων της προς το μόνιμο τέλος, το θάνατο, και τον αναστοχασμό που γίνεται κατά τη διάρκεια της τελευταίας πνοής, των όσων συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πορείας που εκτελέσαμε.
Κλείνοντας, ας αναφέρω κάτι ακόμα: η σύγκριση Nolan-Kaufman πιθανώς να είναι λίγο άδικη. Λίγο, όμως. Είναι κάπως άνισο να συγκρίνεις ένα blockbuster με κολοσσιαίο budget, το οποίο έχει διαφορετικές απαιτήσεις και εισπρακτικούς στόχους (που, κατά συνέπεια, ορίζουν το ρυθμό και το χαρακτήρα του), με τη κινηματογραφική μεταφορά κάποιου βιβλίου για το Netflix. Η σύγκριση, όμως, έχει βάση, καθώς στη ρίζα της κρύβεται όλη η ουσία της τέχνης, έτσι όπως επιλέγω να ορίζω εγώ τη τέχνη: με βάση τη δύναμή της να αποκαλύπτει μια νέα, ίσως μικρή άλλα πάντοτε σημαντική, αλήθεια για τη ζωή και την ύπαρξη. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, το Tenet υστερεί. Ενώ το I’m thinking of ending things αστράφτει λαμπερά σα διαμάντι. Αυτή η ιδιότητά του είναι η πηγή της δύναμής του, η ουσία του.