«Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους». Αυτά έγραφε ο Xρήστος Βακαλόπουλος στο ξακουστό Η Γραμμή των Οριζόντων, ένα κείμενο που υπάρχει στις περισσότερες βιβλιοθήκες των κατοίκων αυτής της αθηναϊκής γειτονιάς, είτε γεννήθηκαν εκεί ή πιο συχνά, αν πήγαν εκεί ως ενήλικες (επομένως υπάρχει η ανάγκη κάποιες φορές να φαίνονται Κυψελικότεροι της Κυψέλης).
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι ψέμα ότι η γειτονιά αυτή της Αθήνας, με τα πάνω και τα κάτω της αποτέλεσε ένα πολύπλοκο και πάντα ενδιαφέρον κοινωνιολογικό και πολιτισμικό ψηφιδωτό το οποίο δύσκολα συναντά κανείς σε άλλες γειτονιές στην Αθήνα, ακόμα και στα διάσημα Εξάρχεια. Η Κυψέλη πέρασε τη μεγαλοαστική της περίοδο, τα «λαϊκά» χρόνια, την παρακμή και τώρα μεταμορφώνεται ξανά σε ένα πολυπολιτισμικό καμίνι. Ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να βρει τα πάντα πάντοτε και που, τελικά, κρύβει μέσα της όχι έναν κόσμο, όπως έλεγε ο Βακαλόπουλος, αλλά ψήγματα όλων των κόσμων και την ίδια στιγμή απομεινάρια όλων των περιόδων της. Εκφάνσεις που παραμένουν γαντζωμένες στα κτίρια, στα μαγαζιά και τις πλατείες της, σα φαντάσματα που της θυμίζουν πάντα τι ήταν.
Η Κυψέλη προκαλεί μια έντονη αγάπη για αυτή στους κατοίκους της, όσο καιρό και αν μείνουν εκεί. Σε αυτή την αγάπη οφείλεται και το έργο του Στέφανου Τσιτσόπουλου Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη, από τις εκδόσεις Οξύ. Το βιβλίο συνδυάζει πολλά είδη, ύφη και φιλοδοξίες, προσπαθώντας να προσομοιάσει την πορεία της Κυψέλης στον χρόνο, από τη δεκαετίας του 1960 έως και τις μέρες μας. Με υπαρκτά δημοσιογραφικά κείμενα για την Κυψέλη, τα μαγαζιά της (άλλα θρυλικά και κλεισμένα από καιρό άλλα ζωντανά μέχρι και σήμερα), τους διάσημους που έζησαν εκεί ή την επισκέφτηκαν γεμάτοι λαχτάρα, αλλά και στοιχεία μιας αισθαντικής επιστημονικής φαντασίας (η οποία εστιάζει στο αχανές συναίσθημα και όχι στο πεπερασμένο της επιστήμης) και λόγο χειμαρρώδη. Με έναν γεμάτο ερωτισμό λόγο, το βιβλίο μας ταξιδεύει στο παρελθόν και το μέλλον της περιοχής. Πολλές φορές το ταξίδι αυτό βοηθάται και από την ενδιαφέρουσα εικονογράφηση του Ανδρέα Κοντέλλη.
Ο (Θεσσαλονικιός) Τσιτσόπουλος μας χαρίζει πολυσχιδείς χαρακτήρες, που ενώ έχουν ζήσει τη ζωή «με το κουτάλι», ακόμα δεν έχουν τελειώσει με αυτή. Ζουν και κουβαλούν τις ενοχές, τα θέλω και τις νεκρές του επιθυμίες. Οι ίδιοι, και ο συγγραφέας πρώτος ανάμεσά τους, φαίνεται ότι καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια στο να μην υποβιβαστεί η ανάγνωση του βιβλίου ως μια απλή νοσταλγική εξιστόρηση του λαμπρού παρελθόντος και να κοιτάξουν το μέλλον. Ωστόσο, αυτό που τελικά παραμένει έκδηλο τόσο στους χαρακτήρες του Τσιτσόπουλου όσο και στο κείμενο συνολικά είναι ότι ενώ οι προθέσεις τους είναι σίγουρα αξιέπαινες, είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για το μέλλον ενώ είσαι τόσο ερωτευμένος με τον παρελθόν.
Η γενιά η οποία πρωταγωνιστεί στο βιβλίο δεν είναι αυτήπου σήμερα πρωταγωνιστεί στην Κυψέλη (και γενικά στην κοινωνία). Υπό αυτό το πρίσμα, όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι μια μυθιστορηματική/ ιστορική βόλτα στους δρόμους της Αθήνας, ένας νεαρός αναγνώστης, που εντοπίζει τα δικά του κέντρα αναφοράς σε έναν πολύ διαφορετικό κοινωνικό χρόνο, παρά τον κοινό κοινωνικό χώρο, θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει την πίκρα, τους καημούς και τη ζωντάνια που μπορεί να έχουν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Η δυσκολία αυτή μαρτυράται έντονα και από τη γλώσσα του βιβλίου, η οποία γενικά θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι υπερφίαλη και πολύπλοκη, ενώ χαρακτηρίζεται από έναν έκδηλο ερωτισμό, πολλές φορές αυτοαναφορικό και γεμάτο έπαρση.
Το Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη είναι έργο το οποίο, τελικά, ενώ έχει όλη την καλή πρόθεση, δυσκολεύεται να καταλάβει τον κόσμο ο οποίος σμιλεύεται έξω από την πόρτα του. Από ανθρώπους που προήλθαν από κάθε γωνιά του πλανήτη και πλέον ζουν όλοι μαζί εδώ. Από κόσμο που αναγκάζεται και συγκατοικεί έως και τα mid 30s του, 3 και 4 άνθρωποι σε ένα παλιό διαμέρισμα γιατί δεν μπορεί να νοικιάσει μόνος του σπίτι. Από άστεγους που κοιτούν τις δεκάδες άδειες, κλειστές πολυκατοικίες που έχουν αγοραστεί από μεγάλα funds του εξωτερικού. Ένας τέτοιος κόσμος δε θα δει τον εαυτό του στις σελίδες του βιβλίου. Όχι ότι αυτό σημαίνει ότι το βιβλίο δεν είναι ενδιαφέρον. Είναι όμως βγαλμένο και αφιερωμένο σε μια άλλη γενιά…