Γράφει η Σάντρα Δημητρέλου
Τα Μαγνητικά Πεδία έκαναν πρεμιέρα κλείνοντας την αυλαία του φετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Είναι το δεύτερο κινηματογραφικό εγχείρημα του γνωστού καλλιτέχνη κόμικ, Γιώργου Γούση, μετά το πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους Χειροπλάστης (2019). Ο ίδιος σε συνεργασία με τους δύο πρωταγωνιστές, Ελένη Τοπαλίδου και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, υπογράφουν και το ιδιότυπο σενάριο μιας ταινίας απαραίτητης για το ελληνικό σινεμά. Ως μαγνητικό πεδίο ορίζουμε γενικά τον χώρο εντός του οποίου ασκούνται μαγνητικές δυνάμεις σε κινούμενα ηλεκτρικά φορτία ή σε μερικά μεταλλικά υλικά. Ένα μαγνητικό πεδίο, επίσης, περιβάλλει μαγνήτες, ελκτικές ή απωθητικές δυνάμεις, καθώς και δυναμικές γραμμές οι οποίες δεν τέμνονται ούτε εφάπτονται. Παραλληλισμός αναπόφευκτος, αφού οι δύο πρωταγωνιστές κουβαλάνε ισχυρά φορτία, η μία μέσα της και ο άλλος κυριολεκτικά στα χέρια του, στέκονται και οι δύο στους πόλους του ίδιου μαγνήτη, που στην προκειμένη είναι ο Ζωρζ, το αμάξι της Ελένης και οι ζωές τους φαινομενικά δεν τέμνονται, ούτε και εφάπτονται, παρόλα αυτά το αφήγημα δημιουργεί μια δυναμική γραμμή απόλυτα ελκτική.
Μπορεί το χαμηλό μπάτζετ να ήταν αυτό που εξώθησε τον σκηνοθέτη να αλλάξει το αρχικό του όραμα, δηλαδή η ταινία τελικά να γυριστεί εξ ολοκλήρου σε κασέτα miniDv, με κόκκο, σκιές και χρώματα σχεδόν δυσδιάκριτα και διαφορετική αναλογία κάδρου, παρόλα αυτά, η τεχνική αυτή δικαιώθηκε. Τα τοπία αναδείχθηκαν με μία πρωτόλεια αισθητική και με αναπόσπαστο κομμάτι της την τόσο στοχευμένη μουσική επιμέλεια, η ταινία αποκτά την ακριβώς απαιτούμενη ατμόσφαιρα για ένα road movie, μέσα από το οποίο το αίσθημα της μοναξιάς βρίσκει το έδαφος να αναδυθεί και αργότερα να αποτιναχθεί με τον πιο αυθεντικό και συγκινητικό τρόπο.
Μια απόφαση της στιγμής για ένα ταξίδι που εκ πρώτης μοιάζει να είναι μοναχικό και διεκπεραιωτικό για τον καθένα ξεχωριστά, τείνει να το μετατρέψει σε μία περιπλάνηση με τον ίδιο προορισμό. Το ξένο και το άγνωστο, που είναι ο ένας για τον άλλον, το απρόσμενο και το ανεξήγητο, που χαρακτηρίζουν όλα όσα τους συμβαίνουν, όλα μαζί, είναι αυτά που τους τραβάνε στον πυρήνα ενός ολοκληρωτικά δικού τους μαγνητικού πεδίου. Σε αυτή την διαδρομή που κάνουν οι δυο τους, μέσα από τις κυνικές και αυθόρμητες ερμηνείες τους, μαρτυρούνται πράγματα για τις ζωές τους, τις σχέσεις με τους δικούς τους, πράγματα που συντελούν στην ψυχογράφησή τους από τους θεατές. Έχοντας ως πρόφαση την εκπλήρωση της τελευταίας επιθυμίας ενός άλλου ανθρώπου, η Ελένη και ο Αντώνης πασχίζουν ουσιαστικά να μην χάσουν ο καθένας τον σύντροφο που ποτέ δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο χρειάζονται. Σε κάθε στιγμή που περνάνε μαζί εκφράζουν τόσο απενοχοποιημένα όσα τους βαραίνουν, όσα πιθανόν τους έχουν τραυματίσει, όσα δεν μπόρεσαν ποτέ να επικοινωνήσουν στο δικό τους περιβάλλον, με έναν τρόπο τόσο αγνό και καθόλου βεβιασμένο. Κάθε εξομολόγηση βρίσκει ανταπόκριση, έχει ροή, γίνεται ένας δρόμος ανοιχτός και ευθύς που ανοίγεται μπροστά τους, στρωμένος, να τους οδηγήσει σε αυτόν τον γκρεμό όπου όλα τους τα αρνητικά φορτία θα πέσουν για πάντα στο κενό.
Στο τέλος της ημέρας, αυτό που έχει σημασία είναι να πούμε μερικά τραγούδια και να μας ακούει κάποιος.