Το Νetflix συνεχίζει να ψάχνει έναν τρόπο να αντλήσει κέρδη από τα comic των οποίων τα δικαιώματα αγόρασε μάλλον στα τυφλά και μέχρι τώρα τα αποτελέσματα είναι, στην καλύτερη μέτρια. Τις ελάχιστες θετικές του προσεγγίσεις (Umbrella Academy, I Am Not Okay with This) φροντίζει είτε να τις θάβει είτε να τις ακυρώνει μόνο του και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με οριακά τοξικά θεάματα τύπου Polar ή το The Last Days of American Crime. Η εμφάνιση του The Losers στην πλατφόρμα, από το πολύ μακρινό πια 2010 έ,ρχεται να προσθέσει και άλλη εντροπία, ενισχύοντας τη δεύτερη κατηγορία.
Oι αρχικοί Losers ήταν ένα στρατιωτικό comic από την DC, για μια ομάδα κομάντο στον Β΄ΠΠ, το οποίο έκανε την εμφάνιση του το 1969 και επανεμφανιζόταν ανά άτακτα διαστήματα στις σελίδες διάφορων περιοδικών. Το 2003, ο Andy Diggle (Swamp Thing, Hellblazer, Adam Strange, Daredevil) επανεμπνεύστηκε την ομάδα ως πράκτορες της CIA (αν και ο ίδιος υποστηρίζει πως δεν ήξερε για τους προηγούμενους Losers) και έτσι, με τον Jock (2000 AD, Batman) μας έδωσε, από το 2003 έως το 2006 και υπό τη στέγη της Vertigo, 32 τεύχη ανόθευτης, dated και κουραστικής ματσίλας, η οποία δε θα έλειπε σε κανέναν αν δεν υπήρχε. H αλήθεια είναι πως ο Diggle είναι ένας μάλλον ανέμπνευστος δημιουργός, ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τα spy κλισέ στα οποία εγκλωβίζονταν οι, ούτως ή άλλως, μονοδιάστατοι χαρακτήρες του. Ταυτόχρονα το υπερβολικό και αφύσικά σωματικό σχέδιο του Jock έκανε τη σειρά άξια προσοχής μόνο και μόνο για το λουτρό βίας, και αυτό για ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό.
Η ταινία επομένως δεν είχε πολλά πράγματα για να δουλέψει, αλλά από την άλλη δεν είχε και κάποια ουσιαστική κληρονομιά να απογοητεύσει αν δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Αυτό όμως που τελικά παρέδωσε ο σκηνοθέτης Sylvain White (The Americans, Slender Man) ξεπερνά σε cringe κατά πολύ το αρχικό υλικό.
Στηριγμένο εξ ολοκλήρου στο all star cast του (το οποίο αργότερα πέρασε σχεδόν όλο στη Marvel, όπως έδειξε και η ιστορία με τους Chris Evans, Zoe Saldana και Idris Elba), η ταινία είναι ένα συνονθύλευμα όλων των Murica, tough guy acts που είχαμε δει την προπροηγούμενη δεκαετία, αλλά διαστρεβλωμένα, κωδικοποιημένα και γνήσια εμπορικά. Πουθενά σε όλη την ταινία δεν εκφέρεται ένας διάλογος, παρά μόνο cool guy ατάκες από όλους τους συνδαιτημόνες. Πουθενά δε γίνεται καμία ουσιαστική επικοινωνία ή έστω κάποια απόπειρα για αυτή. Και όλη αυτή η πλαστικοποίηση δεν έχει καν ως έστω θεαματικό αντιστάθμισμα κάποια έντονη ή απρόσμενη δράση. Αποτυγχάνει δηλαδή ακόμα και σε αυτό το οποίο διαφημίζει, να θέσει τα αρχέτυπα (τον Αρχηγό, το Love Interest, το Comic Relief και τον Νούμερο Δύο Σκληρό) σε αγωνιώδεις ή εντυπωσιακές καταστάσεις. Το action/chaos cinema των 90s, ή ακόμα και τα καταθλιπτικά early 00s έχουν να δώσουν ακραία καλύτερα δείγματα δράσης.
Είναι μια ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς ψυχή, χωρίς στόχο και χωρίς κατεύθυνση. Ακόμα και οι ίδιοι οι ηθοποιοί το γνωρίζουν και έτσι δεν έχουν καμία αξίωση, από το cringe νταηλίκι των ηρώων μέχρι τον καρτουνίστικο κακό του Jason Patric (Wayward Pines, Lost Boys). Τι μένει τελικά; Σε αφηγηματικό επίπεδο, μια Murica ταινία, όπου οι ΗΠΑ παίζουν όλους τους ρόλους: Τους καλούς, με τους ατομιστές ήρωες να αρνούνται να υπακούσουν σε απάνθρωπες (κρατικές) εντολές και να υπερασπίζονται τη ζωή αθώων ξένων που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς αυτούς. Τους κακούς, με τον σκιώδη κρατικό λειτουργό να θέλει να αγοράσει όπλα μαζικής καταστροφής για να προκαλέσει καταστροφές (γιατί είναι κακός). Παίζουν ακόμα και τα θύματα, αφού η τελική σύγκρουση, ήρωα ατομιστή εναντίον απρόσωπου κράτους γίνεται για να σωθεί αυτό που πραγματικά μετράει: αμερικάνικες ζωές. Όπως γίνεται έκδηλο, μιλούμε για μια Team America επιπέδου ψύχωση, χωρίς όμως το γέλιο ή την ευφυία για να γίνει μια έστω meta, υποτονική σάτιρα.
Η Αμερική στο τέλος των 00s δεν είχε πια ελπίδα ανάκαμψης. Το We Want Change του φρέσκου τότε Ομπάμα είχε ήδη ξεφτίσει μπροστά στο βάρος της πλήρους οικονομικής ύφεσης, ενώ όλος ο υπόλοιπος πλανήτης έβλεπε τον αμερικανικό παρεμβατισμό να γίνεται όλο και πιο απελπισμένος, όλο και πιο αλλοπρόσαλλος μετά τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Δεν έμεινε λοιπόν τίποτα πέρα από αναμνήσεις της αμερικανικής αυτοκρατορία, η αποφορά της κατάρρευσης της οποίας συνεχίζει να μας βαραίνει. Τέτοιες απελπισμένες κινήσεις γεννούν, σε ασυνείδητο επίπεδο, και καθιστούν απαραίτητες τονώσεις εθνικισμού όπως το The Losers. Όμως τώρα, 11 χρόνια αργότερα, η επαναφορά αυτής της ταινίας (εδώ και αρκετές εβδομάδες στο top 10 του Netflix στη χώρα μας) μόνο αναγούλα φέρνει.