Είναι γεγονός ότι η ψυχανάλυση ελάχιστα έχει ασχοληθεί με τη σχέση μητέρας -κόρης, αντίθετα με αυτές της μητέρας με τον γιο της ή του πατέρα με την κόρη του. Αυτό, δε, εύκολα μπορεί να σχολιαστεί ως η αποτύπωση της ανδροκεντρικής οπτικής ακόμα και στο χώρο της επιστήμης, αφού ακόμα και εκεί ο άνδρας φαίνεται να είναι το υποκείμενο έρευνας, μελέτης και προσοχής. Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, η οποία αποτυπώνεται ακόμα και στον πρώτο μύθο της ανθρωπότητας, εκείνον του Αδάμ και της Εύας κατά τον οποίο η δεύτερη φτιάχθηκε από το πλευρό του Αδάμ και κατ’ επέκταση κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του χωρίς να διαθέτει δικά της εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά και στην ψυχαναλυτική θεώρηση του Freud σύμφωνα με την οποία η γυναίκα πάσχει από “φθόνο πέους”, την αδυναμία της δηλαδή να είναι και εκείνη άνδρας η οποία μεταφράζεται με όρους μιας γενικότερης αίσθησης κατωτερότητας , έχει αρχίσει να ανατρέπεται τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής διερεύνησης της αλλοτινής “σκοτεινής ηπείρου που ονομάζεται “Γυναίκα” αποτελεί η μελέτη της ψυχαναλύτριας/ανθρωπολόγου Clarissa Pinkola Estes Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους, σύμφωνα με την οποία η φύση της γυναίκας ομοιάζει με εκείνη της λύκαινας. Την ίδια προσέγγιση, δε, συνάντησα και στην νορβηγική ταινία Viking Wolf (Vikingulven), την οποία και παρακολούθησα στην πλατφόρμα του Netflix.
Πράγματι, η εν λόγω ταινία μπορεί να μην αποτελεί κάποιο αριστούργημα, παρ’ όλα αυτά φωτίζει αρκετά τη σχέση αυτή, που επί σειρά ετών η ίδια η Επιστήμη επιλέγει να αγνοεί. Για να το κάνει αυτό επιλέγει ένα από τα πρώτα εργαλεία της ανθρωπότητας, εκείνο του μύθου, ο οποίος, μάλιστα, αποτελεί και αγαπημένη μέθοδο της φεμινιστικής ανάλυσης λόγου. Ειδικότερα, ο δημιουργός Stig Svendsen θέτει στο επίκεντρο τον λύκο, ένα πλάσμα που υπέχει εξέχουσα θέση στη σκανδιναβική μυθολογία, λειτουργώντας ως σύμβολο του χάους και της συντέλειας του κόσμου (Fenrir) και ταυτόχρονα του θάρρους, της πίστης, της προστασίας και της σοφίας (Geri & Freki). Η ιστορία ακολουθεί μια έφηβη, που μετακομίζει, μετά τον θάνατο του πατέρα της, σε μια μικρή πόλη με την μητέρα της, την μικρή της αδελφή και τον πατριό της. Όταν εκείνη γίνεται μάρτυρας ενός αποτρόπαιου φόνου η ζωή της αλλάζει οριστικά και τη θέση μιας βαρετής ζωής στην επαρχία παίρνουν περίεργα οράματα, παράξενες επιθυμίες και ορέξεις. Τα οράματα αυτά, δε, φαίνεται να ξετυλίγουν και το κουβάρι της σχέσης της με την μητέρα της, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στη σύγκρουση και το μοιραίο φινάλε. Παράλληλα, η ύπαρξη της μικρής της αδελφής δημιουργεί ένα ακόμα ζεύγος ψυχαναλυτικής συμμετρίας και κατ’ επέκταση μία ακόμα ανάγνωση της παραγκωνισμένης σχέσης μητέρας -κόρη, χωρίς, φυσικά, να δίνονται απαντήσεις.
Άλλωστε, πέρα από την ως άνω οπτική, η οποία δίνει ταυτότητα σε μια, κατά τ’ άλλα, μέτρια, πρόχειρη ταινία και την οποία θα αντιληφθούν μόνο όσους απασχολούν τέτοιου είδους ζητήματα, το Viking Wolf αποτελεί έναν ευχάριστο τρόπο να περάσει κανείς το βράδυ του χαλαρώνοντας, ειδικά αν είναι λάτρης του υπερφυσικού και του γκροτέσκου. Πράγματι, μια ιστορία με Λυκανθρώπους σε συνδυασμό με το viking στοιχείο αποτελεί τη σίγουρη συνταγή επιτυχίας, ακόμα και για ένα γρήγορο σνακ, όπως το Viking Wolf. Παράλληλα, η ομιχλώδης, παγωμένη ατμόσφαιρα της νορβηγικής υπαίθρου ντύνει αυτή τη b-movie με υπαρξιακή αγωνία, όμοια με εκείνη των νορβηγικών φιόρδ που ενέπνευσαν τον Ibsen. Οι Σκανδιναβοί, άλλωστε, είναι “μανούλες” στην ανάδειξη συγκρουσιακών σχέσεων και η κατάθλιψή τους φαίνεται να κορυφώνεται σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και τα διαφημιστικά σποτ τους απηχούν κάτι από το δραματικό αδιέξοδο των ηρώων του Strindberg.
Με άλλα λόγια, το Viking Wolf έχει, άθελά του, την προσοχή μας, κερδίζοντας, παράλληλα τις εντυπώσεις!