Πολλά έχουμε πει για τη σειρά 1800 του Θανάση Καραμπάλιου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press και αριθμεί σήμερα έξι τεύχη. Ωστόσο, κάθε φορά τα λόγια δεν είναι αρκετά γι’ αυτή τη σειρά, που όχι μόνο αναδεικνύει την παραγκωνισμένη ιστορική περίοδο λίγο πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, αλλά κατορθώνει να αποκρυσταλλώσει τους συσχετισμούς δυνάμεων, τις αιτίες και τις αφορμές της, μέσα από ένα μέσο, που συχνά αντιμετωπίζεται ως «δεύτερης κατηγορίας» ανάγνωσμα, σε σχέση με το βιβλίο. Κερασάκι στην τούρτα, δε, αποτελεί το γεγονός ότι η καλλιτεχνική δεξιότητα του δημιουργού είναι τέτοια και η ακρίβειά του στο σχέδιο τόσο μεγάλη, που το 1800 είναι σίγουρα όχι μόνο ένα ιστορικής σημασίας έργο, αλλά και εικαστικής.
Η Ζίχνα, λοιπόν, αποτελεί το έκτο μέρος της σειράς 1800, το οποίο πιάνει την ιστορία του κεντρικού ήρωα, Δήμου Καραμάνου από το σημείο που την άφησε με το τεύχος Μαύρα Καράβια, παίρνοντας σαν αφετηρία την απόφαση της Υψηλής Πύλης να καταπνίξει την πειρατεία και να καταπνίξει τον Μαύρο Στόλο, προάγγελο εξέγερσης και επανάστασης. Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέρος του κόμικ, 80 ολόκληρων σελίδων, καταλαμβάνεται από την αναμέτρηση των τουρκικών πλήρως αρματωμένων φρεγάτων του Σουλτάνου ενάντια στα μικρά πλεούμενα, με τον ελαφρύ και λιγοστό οπλισμό, που αποτελούν τον Μαύρο Στόλο. Η αναμέτρηση αυτή, δε, αποτυπώνεται μέσα από το πενάκι του Καραμπάλιου μέσα από μια τρομερά ζωντανή, gore εικονογράφηση και την απόδοση κάθε λεπτομέρειας από το πεδίο της μάχης, μέσα από τις οποίες ο δημιουργός μυεί τον αναγνώστη σε βασικές στρατηγικές αρχές, όπως η τακτική του αιφνιδιασμού. Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό ότι η Ζίχνα αποτελεί, με μια πρώτη ματιά, ένα αμιγώς πολεμικό κόμικ. Μια τέτοια διαπίστωση, ωστόσο, δεν θα ήταν ακριβής.
Πράγματι, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι στη Ζίχνα, ο Καραμπάλιος γίνεται πιο αποκαλυπτικός από ποτέ, φανερώνοντας για ακόμα μια φορά τους καίριους σκοπούς του κόμικ του από την δειλή αρχή του πρώτου τεύχους του, ήτοι την επιθυμία του να αποδώσει την ιστορία, ανεξάρτητα από εθνικιστικά παραληρήματα, αλλά από την πλευρά του λαού. Έτσι, ο δημιουργός, αφετηριάζοντας από τα βιώματα του ήρωά του, αφήνει αιχμηρά σχόλια όσον αφορά το γενικό πολιτικό πλαίσιο δράσης του, το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Αγγλίας, και φυσικά αυτόν της Εκκλησίας. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας του 1800 και ειδικότερα του τεύχους Ζίχνα, μέσα στο οποίο αποκαλύπτεται ο άδικος τρόπος με τον οποίο οι λαοί βιώνουν την κατά τ’ άλλα «λαμπρή ιστορία» του τόπου τους, αναδεικνύεται και μέσα από τους ζωηρούς διαλόγους των ηρώων, με έντονο το στοιχείο της ντοπιολαλιάς τους, η οποία και ξεχωρίζει ολόκληρο το μωσαϊκό των πληθυσμών, που αποτέλεσαν στη συνέχεια τη βάση του ελληνικού έθνους.
Επιπλέον, ο Θ. Καραμπάλιος στο έκτο τεύχος της σειράς 1800, Ζίχνα, επιχειρεί να κάνει μια βουτιά στην ανδρική ψυχολογία και ειδικότερα το ασυνείδητο του ήρωα του, έναν καθημερινό άνθρωπο, που κυριότερος εχθρός του δεν είναι ο Τούρκος κατακτητής, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός, παγιδευμένος μέσα στον ιστό των ιστορικών εξελίξεων και της πολιτικής διαπλοκής. Προχωρά, ωστόσο, ένα βήμα παραπάνω, καθώς μέσα από τους εφιάλτες και τα «οράματα» του Καραμάνου, ο δημιουργός αγγίζει όχι μόνο τα τραύματα του, όσον αφορά την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αλλά τη σχέση του με την οικογένειά του, την σύζυγό του και ολόκληρο τον αξιακό του κώδικα.
Αυτό αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του κόμικ, δεδομένου ότι η εσωτερική σύγκρουση του ήρωα είναι ουσιαστικά το μέσο με το οποίο ο Θ. Καραμπάλιος ασκεί την κριτική του σε ζητήματα όπως η πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζούμε, το γυναικείο ζήτημα, αλλά και αυτό της οικογένειας. Με αυτό το τρόπο, άλλωστε, εξερευνάει και ολόκληρο το εύρος της ανδρικής ψυχολογίας, με συνεχές αντικείμενο συστοιχίας την σύζυγο του ήρωα, Ελένη, στην ανάλυση του χαρακτήρα της οποίας ο δημιουργός έχει ήδη αφιερώσει το ομώνυμο δεύτερο τεύχος του 1800.
Ως εκ τούτου, η ψυχαναλυτική ανάλυση του ήρωά του γίνεται υπό το πρίσμα του συνεχούς διαλόγου με το γυναικείο στοιχείο, ενώ το κόμικ 1800 αποκτά το χαρακτήρα ρομάντσου του 19ου αιώνα, όταν ο γάμος παύει να είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας οικονομικής συμφωνίας και ο έρωτας γίνεται ο “μπροστάρης” των ανθρώπινων συναισθημάτων.