Γκρέιβσεντ, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη. Μια φτωχική γειτονιά της Νέας Υόρκης μακριά από τα φώτα του Μπρούκλιν Χάιτς και του Μανχάταν, είναι αυτή που δίνει το όνομά της στο πρώτο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μπόυλ το οποίο μετέφεραν στα ελληνικά οι εκδόσεις Πόλις με τίτλο Gravesend. Ένα μυθιστόρημα που όταν πρωτοκυκλοφόρησε έστρεψε αρκετά βλέμματα προς το μέρος του, αποτελώντας μάλιστα την επιλογή του Γάλλου εκδότη Φρανσουά Γκερίφ για να γιορτάσει τα 30 χρόνια και την 1000ή θέση της συλλογής του Rivages/ Noir το 2016.
Η ιστορία ξεκινάει με τον Κόνγουεϊ, ο οποίος εκπαιδεύεται με τη βοήθεια ενός φίλου του πρώην αστυνομικού, στο σημάδι με όπλο για να εκδικηθεί τον θάνατο του ομοφυλόφιλου αδερφού του, για τον οποίο ευθυνόταν ο συμμαθητής τους Ρέι Μπόι που μετά από δεκαέξι χρόνια στη φυλακή είναι και πάλι ελεύθερος. Την ίδια περίοδο επιστρέφει στο Γκρέιβσεντ η Αλεσάντρα μετά από μία σύντομη και αποτυχημένη προσπάθεια να εδραιωθεί στο Λος Άντζελες ως ηθοποιός. Το κουιντέτο των πρωταγωνιστών ολοκληρώνουν η Στέφανι η οποία είναι συνάδελφος του Κόνγουεϊ και παλιά συμμαθήτρια τους επίσης, η οποία ζει με την προβληματική μητέρα της, και τέλος ο έφηβος Γιουτζίν, ανιψιός του Ρέι Μπόι τον οποίο θαυμάζει για τον βίο του πριν μπει στη φυλακή.
Ο Κόνγουεϊ από την αρχή της ιστορίας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον φονιά του αδερφού του, αλλά θα αντικρύσει μία τελείως διαφορετική εικόνα από αυτή που περίμενε, θα συναντήσει έναν μεταμελημένο πρώην νταή, σχεδόν παραιτημένο από τη ζωή. Αυτό θα φέρει τον Κόνγουεϊ σε σύγχυση, καθώς η εικόνα αυτή μετατρέπει την εκδίκηση σε μία πράξη κενή από περιεχόμενο. Το νερό όμως έχει μπει στο αυλάκι και η βία μαζί με την μαυρίλα στη ζωή όλων των πρωταγωνιστών δε μπορούν να απομακρυνθούν από τον χώρο του σημαντικότερου εν τέλει πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον οποίο είχε φροντίσει ο Γουίλιαμ Μπόυλ να μας συστήσει από την εισαγωγή του βιβλίου.
«Πάντα στην πόλη αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού
-μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλη την γη την χάλασες.»
Με τους στίχους αυτούς του Καβάφη γίνεται εξ αρχής φανερή η σχέση των χαρακτήρων του βιβλίου με την γειτονιά του Γκρέιβσεντ. Ο συγγραφέας φαίνεται πως γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή και με τις περιγραφές του, μεταφέρει νοητά τον αναγνώστη μέσα στη γειτονιά αυτή. Σε έναν κλειστοφοβικό και σκοτεινό κόσμο, τον οποίο οι κάτοικοί του λατρεύουν να μισούν και οι χαρακτήρες φαίνεται να θέλουν να φύγουν μακριά μη μπορώντας να το κάνουν. Σε έναν κόσμο που διαμορφώνει κατά πολύ τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών οδηγώντας τους σε πράξεις που κάνουν το όνομα της εν λόγω γειτονιάς να της ταιριάζει ιδανικά.
Εν κατακλείδι, το Gravesend είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα το οποίο αγγίζει τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας, χωρίς όμως να είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Η πλοκή βρίσκεται σε δεύτερη μέρα και η ουσία βρίσκεται στους χαρακτήρες και τους εσωτερικούς τους δαίμονες που πλανώνται σε αυτή τη σκοτεινή γειτονιά του Μπρούκλιν. Γι’ αυτό λοιπόν, πιστεύω πως ο όρος urban gothic αντικατοπτρίζει πλήρως το περιεχόμενο της ιστορίας αυτής.
Υπό τους ήχους του, πολύ ταιριαστού με την ιστορία, Death Don’t Have No Mercy του Rev. Gary Davis θα περιμένουμε να διαβάσουμε και άλλα διαμάντια από τον Γουίλιαμ Μπόυλ στο μέλλον (spoiler alert: ο Μπόυλ έχει κυκλοφορήσει συλλογή διηγημάτων με αυτό το όνομα).