Στην επαρχιακή πόλη Devil’s Kettle, η δημοφιλής μαζορέτα Jennifer (Megan Fox/ Teenage Mutant Ninja Turtles) και η κολλητή της φίλη, η nerd αλλά ασχημούλα (για τα δεδομένα του Hollywood), Annita “Needy” ένα βράδυ (Mamma Mia, Mank) πηγαίνουν στο μπαρ της πόλης τους για να δουν την emo μπάντα Low Shoulder. Η Jennifer είναι εμφανώς αμήχανη στις αλληλεπιδράσεις της με τη μπάντα και ειδικά με τον frontman (Adam Brody/The OC, Promising Young Woman). Στιγμιαία απομακρύνεται και η Needy ακούει την μπάντα να αναλογίζονται για τον αν η Jennifer είχε σεξουαλικές επαφές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι «η κατάλληλη».
Η Jennifer επιστρέφει, η μπάντα αρχίζει να παίζει το generic pop τραγούδι τους και τα κορίτσια κρατούν στιγμιαία τα χέρια. Από το πουθενά, πιάνει φωτιά στο μπαρ και ενώ όλοι προσπαθούν να διαφύγουν, η Jennifer παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει το συγκρότημα, απορρίπτοντας της προειδοποιήσεις της Needy. Το ίδιο βράδυ, η Jennifer εμφανίζεται σχεδόν αγνώριστη στο σπίτι της Needy, αιματοβαμμένη και ανίκανη να επικοινωνήσει, σαν να την έχει κυριεύσει κάποιο πνεύμα. Επιτίθεται στην Needy όταν της ζητά εξηγήσεις, όμως γρήγορα αλλάζει γνώμη και εξαφανίζεται. Εκεί γίνεται η πρώτη νύξη για τις υπερφυσικές ιδιότητες της Jennifer.
Το επόμενο πρωί, όσο η πόλη πενθεί τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας, καθώς η φωτιά, είχε ως αποτέλεσμα, αρκετούς νεκρούς και τραυματίες, οι Low Shoulder κερδίζουν έδαφος λόγω της γενναιότητας τους. Παρουσιάζονται ως ήρωες από τα τοπικά media και η φήμη τους εκτοξεύεται. Παράλληλα, παρακολουθούμε την Jennifer να παρασύρει στο δάσος ένα συμμαθητή της με την υπόνοια ότι θα κάνουν σεξ και εν τέλει να τον σκοτώνει με ζωώδη τρόπο. Ένα μηνά μετά τα γεγονότα, η Jennifer, αποδυναμωμένη, βρίσκει νέο θύμα, σε άλλον ένα συμμαθητή τους. Η Needy, παρακολουθώντας την αλλόκοτη συμπεριφορά της φίλης της, απαιτεί να μάθει την αλήθεια. Έτσι αποκαλύπτεται στο κοινό πως η μπάντα προσπάθησε να θυσιάσει την Jennifer, θεωρώντας εσφαλμένα πως ήταν παρθένα, με αντάλλαγμα φήμη και δόξα. Το τελετουργικό απέτυχε και η Jennifer μεταμορφώθηκε σε δαίμονα που σκοτώνει αγόρια προκειμένου να ζήσει. Με αυτό ως δεδομένο, η Needy χωρίζει με το αγόρι της, Chip, φοβούμενη για την ασφάλεια του. Αυτός ο χωρισμός όμως τον καθιστά ευάλωτο στόχο στα μάτια της Jennifer που τον αποπλανάει στον χορό του σχολείου. Το κρεσέντο της ταινίας αποτελεί η τελική μάχη μεταξύ των δυο κοριτσιών, με την Needy να σκοτώνει την Jennifer, μόνο όμως όταν καταφέρνει να απαγκιστρωθεί συναισθηματικά από αυτήν. Μάρτυρας αυτής της σκηνής γίνεται η μητέρα της Jennifer. Η Needy καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική, όπου λαμβάνει γράμματα θαυμαστών για τα περιστατικά. Η ταινία κλείνει με την Needy να δραπετεύει από το άσυλο, αναζητώντας εκδίκηση και εν τέλει σκοτώνοντας την μπάντα.
Θεματικά, η ταινία κινείται σε δύο άξονες: την μεταμόρφωση της γυναίκας σε κτήνος που ζητά εκδίκηση από την ίδια πατριαρχική κοινωνία που την γέννησε (η Jennifer κυνηγά την μπάντα συγκεκριμένα, αλλά όλα τα αγόρια που έχουν φερθεί άσχημα σε γυναίκες) και την σεξουαλική αφύπνιση των νεαρών κοριτσιών, καθώς και την εξερεύνηση της σεξουαλικότητας τους. Τα δύο κορίτσια, Jennifer και Needy έχουν μια τοξική, σχεδόν παρασιτική σχέση μεταξύ τους, με την δεύτερη να κινείται συνεχώς στην λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αν θέλει να είναι η Jennifer ή να είναι μαζί της. Mόνο όταν σπάει το μενταγιόν που συμβολίζει την φιλία τους, καταφέρνει να αποβάλλει αυτήν την επιθυμία από μέσα της και να αποκοπεί από την Jennifer σκοτώνοντας της στην τελική μάχη. Εντούτοις, το κρεσέντο αυτής της σχέσης είναι το φιλί μεταξύ των δυο κοριτσιών. Ίσως η πιο παρεξηγημένη σκηνή της ταινίας, θεωρώντας πως γυρίστηκε για να ικανοποιήσει στον ελάχιστο βαθμό το male gaze, οι δημιουργοί την θεώρησαν απαραίτητη καθώς αποτυπώνει πως οι φιλίες μεταξύ κοριτσιών στην εφηβεία έχουν ερωτικό subtext. Σε κάθε περίπτωση το ταξίδι της Needy προς την ωρίμανση και η εξερεύνηση της σεξουαλικότητας της έβαλαν το Jennifer’s Body στο βάθρο των must queer ταινιών.
Με την σκηνοθεσία και το σενάριο να της έχουν αναλάβει γυναίκες, η Karyn Kusama και η Diablo Cody (Juno), το Jennifer’s Body, θεωρείται προπάτορας του φεμινιστικού horror, σε ένα είδος που συχνά αποκλείει γυναίκες πίσω από τις κάμερες ή τις περιορίζει σε στερεοτυπικούς και δευτερεύοντες ρόλους, με υποβοηθητικό σκοπό μπροστά από τις κάμερες. Αντίθετα, το αρχικό target audience ήταν νεαρά κορίτσια. Εντούτοις, το marketing απέρριψε το όραμα των δημιουργών και αποφάσισε να το προμοτάρει σε αγόρια στα early 20s τους, χρησιμοποιώντας ως κεντρικό άξονα την Megan Fox με αποτέλεσμα, η διαφημιστική καμπάνια να ξεφεύγει από το νόημα της ταινίας και να θυμίζει b-movie parody porn, με την ομάδα μάρκετινγκ να προτείνει στα πλαίσια προώθησης η ηθοποιός να απαντάει live QnA σε σάιτ ερωτικού περιεχομένου, κίνηση που φυσικά, απορρίφθηκε. Φυσικό επακόλουθο είναι η εμπορική αποτυχία της ταινίας, με τις δημιουργούς να μπαίνουν σε blacklist στο Hollywood και παρά το γεγονός ότι το 2008, μια χρονιά πριν την κυκλοφορία του Jennifer’s Body, η Diablo Cody είχε κερδίσει το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου για το Juno. Μάλιστα, η σουρεαλιστική μεταφορά της teen γλώσσας του Juno κάνει την εμφάνιση της και εδώ, προσδίδοντας την κατάλληλη δόση κωμικοτραγικού στην ταινία.
Την ίδια αντιμετώπιση είχε και η Megan Fox, η οποία βρέθηκε πάλι στη μέση ενός αφηγήματος που δεν ζήτησε, παρατείνοντας την ήδη δυσάρεστη κατάσταση που είχε ξεκινήσει με την διαμάχη της με τον Michael Bay, σκηνοθέτη της ταινίας Transformers, που της εκτόξευσε την καριέρα.
Αναλυτικότερα, η Megan Fox, όντας μόνο 19 ετών, δήλωσε ότι οι συνθήκες στο σετ ήταν αντίξοες και παρομοίασε τον Michael Bay με τον Χίτλερ ως προς την συνεργασία τους. Επιπλέον, ο Michael Bay ξεκίνησε την αντιμετώπιση της ηθοποιού ως ένα σεξουαλικό αντικείμενο χωρίς ίχνος προσωπικότητας και υποκριτικού ταλέντου και το objectification της Megan Fox. Ο ρόλος της, στον οποίο δεν συμφώνησε ποτέ ήταν συγκεκριμένος: θα λειτουργεί ως αντρική σεξουαλική φαντασίωση και τίποτα παραπάνω.
Σε αυτήν ακριβώς την βάση πάτησε και το marketing του Jennifer’s Body. Κατ’ ειρωνεία, η ταινία εμφανώς παρωδεί την ηδονοβλεψία του κοινού προς την Megan Fox με επιλεγμένα απομονωμένα πλάνα στο σώμα της, ενώ το πιο κοντά που φτάνει ο θεατής στο να τη δει γυμνή είναι σε μια σκηνή που καταβροχθίζει την καρδιά ενός αγοριού όσο συνευρίσκονται σεξουαλικά. Με άλλα λόγια, οι θεατές και τα media, απογοητευμένοι με μια εσφαλμένη υπόσχεση και αντί να στρέψουν την προσοχή τους στα πραγματικά μηνύματα της ταινίας, εξαπολύσαν μια εκστρατεία για την δικαίωση του πληγωμένου τους εγώ. Όταν η Fox αντιστάθηκε στην άδικη αντιμετώπιση της από τα μεγάλα κεφάλια του Hollywood, κατηγορήθηκε ότι δεν είχε υποκριτικό ταλέντο και ότι ήταν δύσκολη σε επαγγελματικά πλαίσια, φήμες που λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην καριέρα της για πολλά χρόνια.
Με την πάροδο των χρόνων το Jennifer’s Body, αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό, ανυψώνοντας το χαρακτήρα του από cult classic σε mainstream horror. Στην εποχή του MeToo γίνεται πλέον ξεκάθαρη η πρωτοτυπία της ταινίας μέσω του πολιτικού σχολίου ότι δηλαδή είναι η πατριαρχία αυτή που μεταμορφώνει τα νεαρά κορίτσια σε αιμοδιψή κτήνη και φετιχοποιεί τις (υποβόσκουσες) ερωτικές σχέσεις μεταξύ γυναικών. Επιπρόσθετα η ίδια η Fox δηλώνει πως το κοινό της είναι κατά κύριο λόγο νεαρά κορίτσια που αναζητούν τρόπους να επανακτήσουν αυτοκυριαρχία του σώματος τους σε έναν κόσμο που τις εξαναγκάζει σε συνεχές, μη συναινετικό male gaze και απαιτεί ικανοποίηση για τα αιτήματα του. Γίνεται πλέον εμφανές πως οι όποιες προσπάθειες μειονοτήτων και γυναικών δημιουργών να παράγουν ταινίες που αντιστέκονται στο κατεστημένο συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες με τα μεγαλοστελέχη του Hollywood. Ας είμαστε ειλικρινείς: το Jennifer’s Body δεν είναι κάποιο φεμινιστικό μανιφέστο. Η ιστορία του εν τέλει, τόσο μπροστά όσο και πίσω από τις κάμερες, μας καλεί να επανεξετάσουμε τον τρόπο που βλέπουμε ταινίες με γυναίκες στην παραγωγή.