Το είδος του fantasy βρίσκεται σε συνεχή άνοδο τα τελευταία χρόνια. Σίγουρα ο πιο καθοριστικός παράγοντας για τη σημερινή αύξηση της δημοφιλίας του είδους ήταν η τεράστια παγκόσμια επιτυχία του Game of Thrones που μας βοήθησε να αρχίσουμε να συζητάμε ξανά με φυσικότητα για κόσμους με νάνους, γίγαντες και δράκους. Οι λάτρεις του είδους είχαν να ζήσουν τέτοια αποδοχή από τα χρόνια της κινηματογραφικής μεταφοράς του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Όμως το fantasy δεν επανήλθε στο προσκήνιο της ποπ κουλτούρας μόνο με το GoT. Ας μην ξεχνάμε και τη γοητεία που άσκησε το Stranger Things σε παιδιά κάθε ηλικίας που ψήθηκαν να δοκιμάσουν να παίξουν κι αυτοί Dungeons & Dragons, όπως έπαιζε η παρέα της σειράς.
Από αυτή την πολύ σύντομη απαρίθμηση των σημαντικότερων σύγχρονων fantasy δημιουργιών δεν θα μπορούσε να λείπει η τηλεοπτική μεταφορά του Witcher για το Netflix. Ο Witcher είχε χτίσει ήδη το κοινό του με το Witcher 3 που θεωρείται ίσως το καλύτερο videogame της προηγούμενης δεκαετίας, ένα videogame που σημάδεψε την γενιά των κονσολών που σιγά – σιγά αρχίζει να μας αποχαιρετά. Με τη σειρά του Netflix η δημοφιλία του Geralt εκτοξεύτηκε, δίνοντας νέα πνοή στον φανταστικό κόσμο του Sapkowski, που προκάλεσε ένα κύμα νέων αγορών των βιβλίων και του videogame. Πλέον το είδος του fantasy βρίσκεται στα καλύτερά του.
Μέσα σε αυτή την περίοδο της ανόδου του fantasy κυκλοφόρησε ο Βάρδος, ένα ελληνικό fantasy comic από τις εκδόσεις Webcomics που δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη στιγμή να εμφανιστεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων και των κομιξάδικων. Ο Βάρδος είναι μία εξολοκλήρου (σενάριο και σχέδιο) δημιουργία του Νίκου Παπαμιχαήλ, ενός σχετικά νέου κομίστα τον οποίο έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν μέσα από διάφορες αυτοεκδόσεις αλλά και απ’ τη συμμετοχή του στη συλλογή Athens: The Comic Book.
Τα ελληνικά comics δεν έχουν μεγάλη παράδοση στο είδος του fantasy. Λαμπρή εξαίρεση βεβαίως είναι η δουλειά του Γιάννη Ρουμπούλια, ο οποίος έχει χτίσει το δικό του φανταστικό κόσμο στα «Χρονικά του Δρακοφοίνικα». Κατά τα άλλα εκτός από κάποια artworks ή μικρές ιστορίες η ελληνική κόμικ σκηνή δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το είδος. Όμως πώς έτυχε και το 2019 κυκλοφόρησαν δύο ελληνικά fantasy comics, ο Βάρδος του Νίκου Παπαμιχαήλ από τη μία και από την άλλη ο Κήπος του Γιώργου Καμπάδαη (εκδόσεις Ένατη Διάσταση). Έτσι αυτά τα δύο comics μπορούν να εκληφθούν και ως μία νέα προσπάθεια της ελληνικής κόμικ σκηνής (μετά τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα) να ακολουθήσει το διεθνές ρεύμα ανόδου του φανταστικού και να ασχοληθεί σοβαρά με τη δημιουργία fantasy comics.
Η πλοκή του Βάρδου ούτε ανακαλύπτει τον τροχό αλλά ούτε αφήνει αδιάφορο τον αναγνώστη. Βασίζεται σε κλασσικά μοτίβα του είδους της φανταστικής λογοτεχνίας, δημιουργώντας έναν τυπικό φανταστικό κόσμο με ξωτικά, νάνους, βάρδους, πολεμιστές, τέρατα, νεράιδες και χαμένα βασίλεια. Η αναπαράσταση των χαρακτήρων και των κόσμων τους μας θυμίζει την κλασσική επική φανταστική λογοτεχνία ενώ η πλοκή μοιάζει με ένα πολύπλοκο πρώτο κεφάλαιο ενός κόσμου υπό δημιουργία.
Κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας είναι ένα αγόρι το οποίο κάθε βράδυ συναντάει μία νεράιδα, η οποία έχει πλέον χαθεί, και ένας Βάρδος ο οποίος θα τον βοηθήσει να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισής της. Στην περιπέτειά τους θα αντιμετωπίσουν εχθρούς και τέρατα, θα βρεθούν σε αδιέξοδα, ενώ θα πρέπει να διαχειριστούν και τους ψιθύρους που κυκλοφορούν στην τοπική κοινωνία για το παρελθόν του Βάρδου.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κόσμου που χτίζει ο Παπαμιχαήλ είναι ότι τον τοποθετεί σε μία φανταστική Ιρλανδία των μέσων του 19ου αιώνα. Αυτός ο χωροχρονικός προσδιορισμός δίνει την ελευθερία στο δημιουργό να αξιοποιήσει την ιρλανδική παράδοση στην αφήγησή του. Πέρα απ’ τον χαρακτήρα που δίνεται έτσι στα πανδοχεία που επισκέπτονται οι ήρωες του comic η σημαντικότερη αξιοποίηση της ιρλανδικής παράδοσης γίνεται μέσα απ’ τα τραγούδια του Βάρδου, τα οποία είναι βασισμένα σε πραγματικά παραδοσιακά ιρλανδικά τραγούδια τα οποία δημιουργούν ένα πολύ όμορφο soundtrack το οποίο συνίσταται μάλιστα ως το ιδανικό μουσικό χαλί για την ανάγνωση του comic. Ο Παπαμιχαήλ επιλέγει να μην μεταφράσει τους στίχους των τραγουδιών του Βάρδου αλλά να κρατήσει την original εκδοχή τους και μάλλον αυτή η επιλογή του είναι εύστοχη καθώς για να αποτυπωθεί ο λυρισμός των στίχων θα χρειαζόταν πολύ ειδική μεταχείριση στη μετάφραση (αντίστοιχη μίας ποιητικής συλλογής) και το αποτέλεσμα μπορεί και να μην ήταν τόσο επιτυχημένο. Εξάλλου είναι γνωστό ότι τα ελληνικά comics έχουν δεινοπαθήσει στο παρελθόν από πολύ κακές μεταφραστικές επιλογές κι έτσι οι αναγνώστες comics είναι πάντα περισσότερο καχύποπτοι από το μέσο αναγνώστη ενός βιβλίου.
Ένα επιπλέον ξεχωριστό στοιχείο του comic είναι ότι επιλέγει ως πρωταγωνιστή του έναν Βάρδο, κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει να συναντάμε στη φανταστική λογοτεχνία. Συνήθως προτιμώνται οι πολεμιστές, οι μάγοι, τα ξωτικά και γενικώς οι πιο δυνατοί χαρακτήρες. Οι Βάρδοι είναι συνήθως τοποθετημένοι στο background ως υποστηρικτικοί χαρακτήρες (όπως ο Dandelion στο Witcher) ή χειρότερα ακόμα και ως διακοσμητικά στοιχεία. Όμως η αξία του Βάρδου είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που του αποδίδεται συνήθως. Κι αυτό όχι απλώς επειδή στο D&D μπορεί να εμψυχώνει την ώρα της μάχης και να boostάρει τους μαχητές του party. Η σημασία του Bard βρίσκεται στο παρελθόν το οποίο αναπαριστά, εκείνο το παρελθόν στο οποίο οι λαϊκές μνήμες δεν γράφονταν σε βιβλία αλλά γινόντουσαν τραγούδια προκειμένου να διασωθούν και να κληρονομηθούν στις επόμενες γενιές. Έτσι δημιουργήθηκαν και τα δικά μας δημοτικά τραγούδια αλλά και γενικώς τα παραδοσιακά τραγούδια όπως αυτά της ιρλανδικής παράδοσης που τραγουδά ο Βάρδος του Παπαμιχαήλ. Έτσι έμεναν στη μνήμη των λαών οι ηρωικές στιγμές, τα μεγάλα κατορθώματα, οι μύθοι, οι παραδοσιακές τοπικές ιστορίες και πόσες ακόμα αναμνήσεις που αν δεν είχαν τραγουδηθεί θα είχαν χαθεί στη λήθη. Ο Βάρδος των φανταστικών μεσαιωνικών κόσμων είναι η φιγούρα που συμβολίζει αυτή την προφορική παράδοση του παρελθόντος που διασώζεται μέσα απ’ τα τραγούδια που πλάθει και τραγουδάει. Ας θυμηθούμε εδώ και τα πρώτα επεισόδια του Witcher όπου ο Dandelion έλεγε στον Geralt ότι πρέπει να του γράψει τραγούδια για να γίνει γνωστός (και κάπως έτσι γνωρίσαμε το απίστευτα κολλητικό Toss a coin to your witcher). Αυτή τη βαριά κληρονομιά φέρει η class των βάρδων, η οποία αποκτά την προσοχή που της αξίζει στο comic του Νίκου Παπαμιχαήλ.
Το σχέδιο του Νίκου Παπαμιχαήλ δεν υπολείπεται σε τίποτα σε σχέση με το σενάριο. Χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία το ασπρόμαυρο σκίτσο αξιοποιώντας τις δυνατότητές του για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Έτσι στις σκηνές που είναι βράδυ και προμηνύεται κίνδυνος στα καρέ κυριαρχεί το μαύρο χρώμα, ενώ σε άλλα καρέ που εστιάζουν στους διαλόγους και στην ξεκούραση των ηρώων κυριαρχεί το λευκό στο φόντο. Οι χαρακτήρες και τα τέρατα έχουν σχεδιαστεί με έμφαση στη λεπτομέρεια, η οποία γίνεται εμφανής ιδίως στα κοστούμια, στις πανοπλίες και στον πολεμικό εξοπλισμό. Γενικώς ο Παπαμιχαήλ στήνει έναν φανταστικό κόσμο εμπνευσμένο από τα κλασσικά έργα του είδους στον οποίο οι λάτρεις της λογοτεχνίας του φανταστικού θα νιώσουν γρήγορα οικεία.
Το νέο comic των εκδόσεων Webcomics σηματοδοτεί και την επιστροφή του εκδοτικού στην παραγωγή comics μετά από μία σύντομη απουσία σχεδόν ενός έτους. Αυτή η επιστροφή γίνεται με τον καλύτερο τρόπο αφού ο Βάρδος είναι ένα comic πολύ ιδιαίτερο που ξεχωρίζει με τη θεματολογία και την ποιότητά του. Επιπλέον είναι και ένα comic το οποίο μπορεί να μην μείνει σε αυτή την ιστορία αλλά να αποτελέσει το πρώτο κεφάλαιο μίας σειράς με πρωταγωνιστή το Βάρδο. Σίγουρα αυτή θα ήταν μία τουλάχιστον ευπρόσδεκτη εξέλιξη.