Για τον Τζορτζ Όργουελ (1903-1950) δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα με έργα που έχουν μείνει στην ιστορία όπως Η φάρμα των ζώων (1945) και το 1984 (1949), τα οποία μνημονεύονται μέχρι και σήμερα. Πολύ πριν αποκτήσει το στάτους του, ο Τζορτζ Όργουελ είχε κάνει κάποιες συγγραφικές απόπειρες, οι οποίες στέφθηκαν όλες με αποτυχία καθώς κανείς δε βρέθηκε να τις εκδώσει και ο ίδιος ο συγγραφέας τις κατέστρεψε.
Την ίδια τύχη θα είχε και το πρώτο του βιβλίο Οι Άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου (1933) αν δεν είχε επέμβει η Μέιμπελ Φιρτς, στην οποία ο Τζορτζ Όργουελ είχε δώσει το χειρόγραφο ώστε να το καταστρέψει μετά από μία ακόμα απόρριψη. Εκείνη το έδωσε σε έναν γνωστό της ατζέντη ο οποίος αποφάσισε να το εκδώσει, και πλέον παρουσιάζεται για τρίτη φορά, μετά τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος και Ασβός, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος (2020) σε μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά.
Τη δεκαετία του 1920 ο Τζορτζ Όργουελ διένυε μία πολύ δύσκολη περίοδο στην οποία είχε αναγκαστεί να καταφύγει στο Παρίσι προς εύρεση εργασίας και επιβίωσης. Ζώντας κάτω από το όριο της φτώχειας, ο συγγραφέας γράφει για τη ζωή σε φθηνά δωμάτια των Παρισίων, περιτριγυρισμένος από κοριούς και βρώμα. Περπατάει χιλιόμετρα στους αστικούς δρόμους ψάχνοντας μια δουλειά ως λαντζέρης σε κάποιο ξενοδοχείο ή εστιατόριο, αναγκαζόμενος να δίνει ενέχυρο το βιός του για μία μπουκιά ψωμί. Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο ο Όργουελ γνωρίζει αρκετό κόσμο που θα σταθεί κοντά του αλλά και θα προσπαθήσει να τον εκμεταλλευτεί.
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, επιστρέφει στο Λονδίνο έχοντας λάβει υπόσχεση για μια καλή δουλειά, κάτι το οποίο εν τέλει δε συμβαίνει. Εκεί τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα και περιγράφεται η επιβίωση μέσα ξενώνες αστέγων και άσυλα, ζώντας πολλές φορές σε χώρους στοιβαγμένους από φτωχούς ανθρώπους, αλήτες και κάθε λογής απόκληρους.
Η γραφή του Τζορτζ Όργουελ είναι λιτή, απλή και άμεση, όπως ακριβώς θα έπρεπε σε ένα τέτοιο περιεχόμενο, κλείνοντας το μάτι στον βρώμικο ρεαλισμό, αρκετά καιρό πριν την θεμελίωσή του ως είδος. Παρόλες τις τραγικές στιγμές που έζησε, αποφεύγει να προβάλει τη μιζέρια μέσα από το κείμενο. Αντιθέτως υπάρχει μια εσάνς χιούμορ καθώς και πολλοί κοινωνικοί σχολιασμοί από κάποιον που έζησε τις συνθήκες της φτώχειας εκ των έσω. Οι κοινωνικοί σχολιασμοί που επιχειρεί ο συγγραφέας, χωρίς να φιλοσοφούν, γεμίζουν βάρος του κείμενο και του προσφέρουν μια σύγχρονη οπτική ακόμα και σχεδόν έναν αιώνα μετά την έκδοσή του. Παράλληλα, οι περίγραφες όλων των ανθρώπων που γνώρισε στους δρόμους των δύο μεγαλουπόλεων προσδίδουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο κείμενο και από κοινωνιολογικής σκοπιάς.
Εν κατακλείδι, Οι Άθλιοι του Παρισιού και το Λονδίνου αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα memoir που από τη μία ανέδειξε την πένα του Τζορτζ Όργουελ την εποχή εκείνη, και από την άλλη σοκάρει με τα κοινά στοιχεία που συναντώνται μεταξύ της κοινωνίας του 1920 και του 1930 και αυτής του 2020. Ίσως δε μπορούσε να σταθεί δίπλα σε έργα όπως Η φάρμα των ζώων και το 1984 και το αντίκτυπό τους στην ιστορία, αλλά σίγουρα είναι ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί από όποιον έχει κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες.