Το graphic novel που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ είναι μια ευαίσθητη ιστορία αγάπης σε ένα κόσμο μισαλλοδοξίας.
Σίγουρα οι αρχές του 1990 δεν ήταν και η καλύτερη δεκαετία για τα ΛΟΑΤΚΙ υποκείμενα. Για την Έμμα και την Κλεμεντίν ήταν όμως η εποχή που γνωρίστηκαν και έμαθαν να υποστηρίζουν την σεξουαλική τους ταυτότητα. Το graphic novel της Julie Maroh εξερευνεί όλη την διαδρομή της σχέσης τους που είναι μια αληθινή ιστορία αγάπης και πόνου.
Η Έμμα και η Κλεμεντίν είναι δυο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους. Η Έμμα έχει συνειδητοποιήσει και έχει αποδεχτεί τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Η μικροαστική οικογένειά της ήταν υποστηρικτική, σπουδάζει και συμμετέχει σε μια ομάδα γραφιστικής που μπορεί να της προσφέρει μια σωστή εργασιακή θέση. Πιο σημαντικό ίσως στοιχείο είναι ότι έχει βρει την κοινωνική και πολιτική της θέση στο ΛΟΑΤΚΙ χώρο, σε αντίθεση με την Κ. που βρίσκεται ένα στάδιο πριν. Στα 16 της, τώρα βιώνει τον κοινωνικό ρατσισμό και την ομοφοβία, την αποτυχημένη προσπάθεια του να προσαρμοστεί στο straight πρότυπο. Η ταξική κλισέ οικογένειά της αποτελείται από την μητέρα που ζει στην σκιά του τραμπούκου, κυνικού και μάτσο συζύγου. Το coming-out αν και γίνεται με το χειρότερο δυνατό τρόπο, οι αντιδράσεις των προσώπων αντικατοπτρίζουν πλήρως την σκληρή πραγματικότητα που έρχονται αντιμέτωπα τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα. Απομακρυσμένη πια από τους γονείς της, η Κλεμεντίν βρίσκει το προσωπικό της καταφύγιο στην Έμμα. Δεν θα αργήσουν αυτές οι διαφορές να τις απομακρύνουν και μεταξύ τους και η απώλεια στο τέλος δεν θα καταφέρει να γεφυρώσει το χάσμα.
Εικαστικά, φαίνεται η προσπάθεια των πέντε χρόνων που πήρε συνολικά η ολοκλήρωση του έργου. Κάθε καρέ είναι καλοδουλεμένο, οι μορφές και οι εκφράσεις των προσώπων αποδίδουν ξεκάθαρα τα συναισθήματα αλλά το χρώμα είναι το κλειδί για την αφήγηση. Στο μουντό, γκρι κόσμο της Κλεμεντίν (=απόχρωση του πορτοκαλί) που δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον, η σεξουαλικότητά της ξυπνά αρχικά με τον Τομά, αλλά η παρουσία της Έμμα, του κοριτσιού με τα μπλε μαλλιά, αρκεί για να γεμίσει μπλε τόνους ο κόσμος της. Αυτή η διχρωμία συνεχίζεται για το μεγαλύτερο μέρος του έργου, εκτός από τις ευτυχισμένες στιγμές που η Κλεμεντίν ζει μαζί με την Έμμα που το φόντο γίνεται ζωηρό και πορτοκαλί. Στα ενήλικα χρόνια που συμβαδίζουν με τα προβλήματα στη σχέση τους, οι χρωματιστοί τόνοι ξεθωριάζουν και γίνονται σκουρότεροι.
Αν και το graphic novel έχει διαφορές σε αρκετά σημεία με την ομώνυμη ταινία, ίσως η πιο σημαντική ομοιότητα είναι ο κολλητός φίλος της Κλεμεντίν, ο Βαλεντίν, ο οποίος δεν παίρνει τον κινηματογραφικό χρόνο που του αναλογεί. Στο έργο λειτουργεί ως ο ισορροπιστής ανάμεσα στο ομοφοβικό σύμπαν του κοινωνικού περίγυρου και της άλλης ζωής που επιθυμεί με την Έμμα. Ακριβώς επειδή ο ίδιος έχει παρόμοιες ανησυχίες, λειτουργεί ως το προσωπικό safe space της Κλεμεντίν. Ένα άλλο σημείο που φαίνεται να συγκλίνουν ταινία και graphic novel, είναι οι ερωτικές σκηνές. Η κύρια κριτική που γίνεται ότι οι σκηνές κινούνται στα όρια της πορνογραφίας, εγείρει μια γενικότερη συζήτηση ως προς την αντιμετώπιση της σεξουαλικότητας κυρίως των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Εξ’ αρχής το graphic novel αποφεύγει μια πορνογραφική απεικόνιση, εφόσον κρύβονται τα γεννητικά όργανα και οποιαδήποτε ευθεία απεικόνισή τους. Σκοπός είναι η απεικόνιση μιας ερωτικής ιστορίας και των συναισθημάτων που δημιουργούνται με αφορμή αυτό. Σίγουρα, η άποψη ενός άνδρα δημιουργού στην ταινία θα έφερνε διαφορετικό αποτέλεσμα που σε πολλές στιγμές μπορεί να θεωρηθεί σεξιστικό ή έστω ότι τονίζει τις αποτυχημένες προσπάθειες της Κλεμεντίν που θέλει να μπει στο straight πρότυπο. Τέλος, μια πιο προσεκτική ανάγνωση του κόμικ συνηγορεί στο ότι η Κλεμεντίν είναι περισσότερο bisexual, γι’ αυτό και τελικά χωρίζει με την Έμμα, ωστόσο η κύρια οπτική που αποπνέει είναι ότι η σεξουαλικότητα είναι κάτι ρευστό που δεν μπαίνει σε καλούπια ούτε κρύβεται πίσω από ταμπέλες.