Αναδημοσίευση από το This is not a Blog.
Από το 1989, όταν και έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το σπουδαίο Sex, Lies and Videotapes, ο Steven Soderbergh αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου με μια σειρά τολμηρών, συνήθως πειραματικών ταινιών, οι οποίες βέβαια σπάνια έβρισκαν αντίκρυσμα στο ευρύ κοινό. Ωστόσο, η δράση του δεν περιορίστηκε μονάχα στον κινηματογράφο, αφού τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με την τηλεόραση είτε ως σκηνοθέτης με το σπουδαίο The Knick, είτε ως παραγωγός, στηρίζοντας ανεξάρτητες, δημιουργικές φωνές και δίνοντας τους την ευκαιρία να εκφραστούν και να πειραματιστούν σε σειρές όπως το Godless ή το Girlfriend Experience. Η ανακοίνωση του, ότι θα συνταξιοδοτούνταν, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στο σινεφίλ κοινό, ευτυχώς όμως δεν κράτησε πολύ.
Η επιστροφή του όχι μόνο τον βρήκε πιο παραγωγικό από ποτέ (από το 2016 μέχρι και σήμερα, σκηνοθέτησε μια σειρά, τέσσερις ταινίες και ετοιμάζει και άλλη μια για το ΗΒΟ Max), αλλά και εξαιρετικά πολιτικοποιημένο. Η ταινίες της τελευταίες του περιόδου περιστρέφονται γύρω από τον ύστερο καπιταλισμό και με τον τρόπο που έχει κυριεύσει κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας. Το υποτιμημένο Logan Lucky εξηγεί πως δύο αδέρφια οδηγήθηκαν στο στήσιμο μιας ληστείας ιπποδρόμου, ώστε να καλύψουν τις οικονομικές τους ανάγκες, στο Unsane ασκεί κριτική στο ιδιωτικό σύστημα ασφάλεια της Αμερικής, ενώ στο φετινό, ριζοσπαστικό μπασκετικό δράμα(!) High Flying Bird ρίχνει φως στο μηχανισμό που εκμεταλλεύεται κάθε πτυχής της ζωής των -κυρίως μαύρων- αθλητών του NBA, παραλληλίζοντας τον με τη σκλαβιά(!!).
Η θεματική συνέπεια του Soderbergh συνεχίζεται και με το ακόμα πιο πρόσφατο The Laundromat, στο οποίο κεντρικό θέμα είναι το σκάνδαλο των Panama Papers, υιοθετώντας αυτή τη φορά τη μορφή μιας κιτσάτης μαύρης κωμωδίας. Στον πυρήνα του σεναρίου του Scott Z. Burns, πλέον στενού συνεργάτη του Soderbergh, τοποθετείται η αναζήτηση της Ellen Martin (Maryl Streep) για τις ευθύνες του πνιγμού του άντρα της, την ημέρα που θα γιόρταζαν σαράντα χρόνια γάμου. Ωστόσο, η αφήγηση δεν περιορίζεται μονάχα εκεί, ανοίγεται αρκετά, ώστε να συμπεριλάβει και άλλες ιστορίες, οι οποίες έχουν μόνο μια ελαφριά σύνδεση με την κεντρική αφήγηση και μοναδικό λόγο ύπαρξης να φωτίσουν από διαφορετικές πτυχές τον τρόπο με τον οποίον το σύστημα ευνοεί την φοροδιαφυγή και την οικονομική εξαπάτηση εις βάρος των μη έχοντων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι μια σκηνή που μας τοποθετεί στην καθημερινότητα κατοίκων του Παναμά. Τι κι αν η χώρα τους αποτελεί φορολογικό παράδεισο, οι δρόμοι παραμένουν κακοφτιαγμένοι, τα λεωφορεία υπολειτουργούν και ο κίνδυνος για τη ζωή τους είναι διαρκής.
Άραγε, πόσες υποσχέσεις για ανάπτυξη να έχουν ακούσει και εκείνοι;
Το Big Short φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη αφηγηματική επιρροή του Soderbergh, αφού αρκετά συχνά οι δύο αφηγητές, ο Gary Oldman (με ξεκαρδιστική γερμανική προφορά) και ο Antonio Banders, σπάνε τον τέταρτο τοίχο και περνάνε από εμφανώς ψεύτικα σκηνικά -τόσο ψεύτικα, όσο και οι ανύπαρκτες εταιρίες-, εξηγώντας γεγονότα και ορολογίες. Το ύφος τους κυνικό, οι δύο αυτοί άντρες (οι εγκέφαλοι πίσω από το οικονομικό σκάνδαλο) δεν φαίνεται να παίρνουν την κατάσταση καθόλου στα σοβαρά και όχι άδικα, αν λάβουμε υπόψη το φινάλε της ταινίας και της ιστορίας τους.
Η ταινία πιάνει δυσθεώρητα ύψη παλαβομάρας στην -κυριολεκτικά- τελευταία της σκηνή, όπου το σενάριο καλεί για ουσιαστική πολιτική πράξη. Καλές οι ταινίες, κάποιες από αυτές επιθυμούν να ασκήσουν κριτική (στην περίπτωση του Soderbergh προσεγγίζοντας διάφορες πτυχές του φαινομένου που προσπαθούν να κρίνουν), ωστόσο στην κοινωνία του θεαμάτος πάντα θα παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια οθόνη, πάντα θα μετατρέπουν την οργή και την ανάγκη για αλλαγή σε εξαιρετικά κερδοφόρο εμπόρευμα. Ποιά είναι η λύση λοιπόν που προτείνει η ταινία; Να αρχίσουμε να ρωτάμε πραγματικές ερωτήσεις, να απαιτούμε την πραγματική μεταρρύθμιση όλων αυτών των νόμων που επιτρέπουν την εμφάνιση σκανδάλων όπως το Panama Papers.
Δεν αμφιβάλλουμε ότι οι προθέσεις του Soderbergh και του σεναριογράφου είναι πραγματικά αγνές. Άλλωστε, έχει αποδείξει την επιθυμία του να δουλεύει όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητα από τη βιομηχανία, έχει αναδείξει ουκ ολίγες φορές τα αδιέξοδα της ζωής στον ύστερο καπιταλισμό και το κέρδος ή η φεστιβαλική αναγνώριση σπάνια έμοιαζε να είναι η βασική του προτεραιότητα. Ωστόσο, αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο το πρόταγμα της ταινίας θα καταφέρει να ξεφύγει τελικά απ’ τα πλαίσια της οθόνης μας. Στο τέλος της ημέρας, παραμένει μια ακόμα ταινία, ανάμεσα σε δεκάδες άλλες που κυκλοφορούν κάθε εβδομάδα στο Netflix.