Οι απώλειες πάντα πονάνε. Ο πόνος όμως που νιώθουμε όταν χάνουμε κάποιους αγαπημένους καλλιτέχνες είναι πολύ ιδιαίτερος. Είναι σαν το υποκείμενο να έχει ανάγκη να ταυτίσει τον πόνο του για την απώλεια ενός ανθρώπου που μπορεί να μην τον έχει γνωρίσει, έχει όμως έρθει σε επαφή με ένα κομμάτι της ψυχής του. Στην εποχή των social media και της πολλαπλής και συνεχόμενης πληροφορίας, ο θάνατος ενός celebrity μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Μπορεί να σημαίνει μια συνειδητοποίηση το ότι ακόμα και οι άνθρωποι με την υπερβολική προβολή (και την εικονική αθανασία) δεν είναι άτρωτοι απέναντι στον θάνατο. Μπορεί ακόμα και να σημαίνει και μία αφορμή για αυτούς που μείνανε πίσω να έρθουν σε επαφή με αυτόν τον καλλιτέχνη. Για τον καπιταλισμό όμως και τη σύγχρονη βιομηχανία του θεάματος σημαίνει ένα κυρίως πράγμα: ότι ακόμα και από τον θάνατο μπορεί κανείς να αντλήσει υπεραξία. Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε πολλά τραγούδια τραγουδιστών που έχουν αφήσει τα εγκόσμια, να ανεβαίνουν ως νέες κυκλοφορίες στο spotify, μπορεί και χρόνια αφού έχουν πεθάνει οι ίδιοι. Ή το Hollywood που έχει πατήσει σε αληθινούς θανάτους αγαπημένων ηθοποιών για να βγάλει κέρδος με αφορμή το “τελευταίο αντίο” στον καλλιτέχνη. Όταν λοιπόν ο πολυαγαπημένος ηθοποιός Chadwick Boseman, έχασε τη μάχη με τον καρκίνο, αφήνοντας το Hollywood λίγο πιο φτωχό, η Marvel έπρεπε να δει πως θα αντιμετωπίσει μία κρίση με την οποία η ίδια ίσως να μην περίμενε ποτέ ότι θα ερχότανε αντιμέτωπη. Τέσσερα χρόνια λοιπόν μετά το πρώτο Black Panther, και δύο από τον θάνατο του Boseman, το πολυαναμενόμενο sequel ήρθε για να κάνει αυτό που πάνω κάτω περιμέναμε. Να αποχαιρετήσει τον Boseman, και ταυτόχρονα να θέσει τα θεμέλια για τη συνέχεια της ιστορίας αλλά και της παρακαταθήκης του αγαπημένου αυτού χαρακτήρα.
Η ταινία διαδραματίζεται έναν χρόνο μετά τον θάνατο του βασιλιά τηςWakanda, T’Challa. Η Wakanda δέχεται πίεση από άλλες χώρες, που θέλουν να έχουν πρόσβαση στο vibranium. Ταυτόχρονα η Shuri προσπαθεί να ξεπεράσει τον θάνατο του αδερφού της, αλλά και να καταφέρει να προσαρμοστεί μέσα στα όρια μίας κοινωνίας η οποία νιώθει ότι δεν μπορεί να τη χωρέσει. Όλα αυτά όμως θα διαταραχθούν όταν ένας νέος εχθρός θα εμφανιστεί αυτή τη φορά από τα βάθη της θάλασσας και μόνο η Wakanda θα μπορέσει να τον αντιμετωπίσει.
Στα ηνία της σκηνοθεσίας επιστρέφει για άλλη μία φορά ο Ryan Coogler (Creed, Black Panther). Ο σκηνοθέτης εδώ χειρίζεται με πολύ όμορφο και ιδιαίτερο τρόπο την απώλεια του Boseman. Όλες οι σκηνές που αποδίδει φόρο τιμής σε αυτόν είναι ήσυχες, χωρίς μεγάλες φανφάρες αποχαιρετώντας τον ίδιο αλλά και τον χαρακτήρα του με έναν πολύ συγκινητικό τρόπο. Ακόμα η απουσία soundtrack σε κάποιες σκηνές, κάποια εντυπωσιακά μονοπλάνα και η μείωση του cringe χιούμορ (μεγάλη μάστιγα στις ταινίες της Marvel) είναι σημαντικές πινελιές που κάνουν τη σκηνοθετική ματιά του Coogler να ξεχωρίζει. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η ταινία είναι αλάνθαστη. Καταρχήν έχει μία μεγάλη διάρκεια η οποία πραγματικά δε χρειάζεται. Subplots όπως αυτά του Everet Ross θα μπορούσαν να απουσιάζουν καθώς δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην ιστορία ενώ και ο πολύ κακός φωτισμός στις σκηνές μάχης κάνουν την ταινία να γίνεται και πιο κουραστική στο μάτι.
Όμως η ταινία είναι στο τέλος απλά μία ταινία μνημόσυνο; Και ναι και όχι. Γιατί ναι μεν η ιστορία πρέπει να δώσει χρόνο στον θεατή να θρηνήσει και να αποχαιρετήσει τον πρώτο Black Panther ταυτόχρονα όμως πρέπει να συνεχίσει και την ιστορία της. Στη διαχείριση λοιπόν αυτής της κρίσης η ταινία δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε δευτερεύοντες χαρακτήρες της πρώτης ταινίας ενώ εισάγει και νέους όπως τη Riri Williams γνωστή από τα κόμικς ως Ironheart που ερμηνεύεται από τη Dominique Thorn (Judas and the Black Messiah). Η Letitia Wrigth (Black Mirror), ως η αδερφή του T’Challa, πρωταγωνίστρια πλέον στην ταινία της προσπαθεί να καλύψει μία σημαντική απώλεια χωρίς να τα καταφέρνει πάντα όμως με τον καλύτερο τρόπο. Η Lupita Nyong’o (Star Wars: Rise of the Skywalker) επιστρέφει επίσης ως Nakia ενώ μεγαλύτερο ρόλο αποκτάει και η Danai Guirrira (The Walking Dead) ως Okoye. Δυστυχώς ο χαρακτήρας της Riri δε δίνει πολλά πράγματα στην ταινία πέρα από την επίσημη εισαγωγή της το σύμπαν, μη επιτρέποντας έτσι στη Thorne να παρουσιάσει κάτι το αξιομνημόνευτο στην ερμηνεία της. Αν είναι κάποιος όμως που κλέβει ίσως την παράσταση σε αυτή την ταινία τότε αυτός είναι ο Tenoch Huerta (Narcos: Mexico) στον ρόλο του Namor. Ο Μεξικανός ηθοποιός ταιριάζει τόσο πολύ στον ρόλο του μεταλλαγμένου αντι-ήρωα αποδίδοντάς μία μεστή ερμηνεία και δίνοντας έναν νέο αέρα στον αγαπημένο -αλλά γερασμένο- αντιήρωα των κόμικς. Η συνεισφορά του στην ταινία είναι τεράστια και μας παραδίδει ίσως τον πιο ενδιαφέροντα villain του Phase 4. Ο Namor αντικαθιστά επάξια τον δύσκολο ρόλο του Killmonger από την πρώτη ταινία. Όμως εκεί είναι και το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας. Ότι όλα από την αρχή σηματοδοτούν μία ανάγκη για αντικατάσταση και διατήρηση του status quo και όχι η ανάγκη να προχωρήσουμε σε κάτι καινούργιο.
Η μεγάλη ανάγκη του Wakanda For Ever να δείξει και να κάνει πολλά πράγματα μαζί είναι ταυτόχρονα και το τροχοπέδη της. Έχει να αποχαιρετήσει με έναν όμορφο τρόπο τον Boseman, να εισαγάγει καινούριους χαρακτήρες και καταστάσεις και ταυτόχρονα να σταθεί επάξια ως ένα sequel μίας από τις πιο επιτυχημένες ταινίες του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel. Δυστυχώς και αυτή η τελευταία επιδίωξη είναι που στοιχίζει και πιο πολύ στην ίδια την ταινία. Γιατί στην πραγματικότητα δεν προσπαθεί να προσφέρει κάτι καινούριο από τον προκάτοχό της αλλά αντιθέτως προσπαθεί να κάνει τα ίδια πράγματα με πριν. Όμως δυστυχώς χωρίς τον παράγοντα που ευθύνεται για την επιτυχία της. Τον πρωταγωνιστή της.
Μη λέμε όμως και βλακείες μια χαρά είναι η ταινία. Είναι μάλλον η καλύτερη ταινία τουPhase 4 της Marvel και για τα δεδομένα που μας έχει συνηθίσει η εταιρία τα τελευταία χρόνια έχει πολύ ψυχή και διάθεση. Και ίσως και να μη βρίσκαμε τόσα προβλήματα αν η ταινία δεν είχε στον τίτλο της το Black Panther. Δυστυχώς όμως, η κληρονομιά συνοδεύεται και από μία ευθύνη. Δυστυχώς το Wakanda For Ever παρότι δεν κάνει κάτι ουσιαστικά λάθος ταυτόχρονα δε φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να προχωρήσει σε μία εξέλιξη αυτής της κληρονομιάς. Προτιμάει αντιθέτως να πατάει στα εύκολα μονοπάτια κοιτάζοντας με λάγνο ύφος το παρελθόν της. Πράγμα όχι απαραίτητα κακό. Αλλά σίγουρα κατώτερο τον περιστάσεών της.