Η πιο ΠΑΣΟΚ ταινία της χρονιάς έρχεται, όλως περιέργως στo ντροπιαστικό τελικά release του πολυαναμενόμενου sequel του Wonder Woman, το Wonder Woman 1984. Και είναι απορίας άξιο πως ενώ η ταινία είχε πάνω κάτω τους ίδιους συντελεστές, το τελικό αποτέλεσμα κατάφερε να είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με το επικό πρώτο και να θυμίζει περισσότερο φτηνή υπερηρωική ταινία των 90ς, από αυτές που θα αρεσκόταν να παίζει το Mega κάποιο μεσημέρι Κυριακής. Σε αντίθεση όμως με το Shazam λόγου χάρη, το οποίο επιδιώκει αυτή την οικογενειακή και χλιαρή αισθητική, το Wonder Woman καταλήγει σε αυτή, ενστερνιζόμενο το κιτς και τη χαμηλή προσπάθεια στο τεχνικό κομμάτι.
Δανειζόμενο τη βασική πλοκή του Superman II, του ακραία μακρινού 1980, η ταινία ξεκινά με έναν παροξυσμό 80s extravaganza, που αγγίζει τα όρια του exploitation. Ωστόσο, η έμπειρη και αγαπημένη σκηνοθέτιδα Patty Jenkins (Μοnster, The Killing) φαίνεται να χάνεται στην πανδαισία χρωμάτων και τελικά η αναπαράσταση της εποχής καταλήγει να νοιάζει περισσότερο με αισθητική video clip κάποιου pop κομματιού της εποχής. Τα 80s ξεχύνονται στην οθόνη, την καταπίνουν και ξεχειλίζουν από παντού, με μηδαμινές προσπάθειες για κάποια πιο στρωτή απεικόνιση. Άτσαλα, ζωηρά χρώματα σε κολάν, τοίχους και αφίσες επιτίθενται στον θεατή, ο οποίος προσπαθεί να δει μια (χιλιοειπωμένη και παιδιάστικά γραμμένη) πλοκή να εκτυλίσσεται πίσω από αφάνες και τεράστιες ζακέτες. Και ο λόγος για αυτό το πράγμα είναι ίσως και ο πιο προβληματικός.
Η ίδια η ταινία δεν έχει την πρόθεση να μας δείξει τη δεκαετία του 1980. Περισσότερο την ενδιαφέρει να αναπαράγει (ή, ορθότερα, αντιγράψει) την αίσθηση που άφησε αυτή στην περιρρέουσα ατμόσφαρα, όπως την αντιλαμβανόμαστε μέσα από έργα της εποχής. Είναι δηλαδή το αντίγραφο ενός αντιγράφου, όπου η αρχική εικόνα, αν υπήρξε ποτέ, έχει διαφθαρεί εντελώς. Οι δημιουργοί πλέον, πέρα από περαστικά easter egg like homages στον Superman του Christopher Reeves εδώ εμφανίζονται αποφασισμένοι να βασίσουν κάθε πτυχή της δικής τους ταινίας στο έργο του Richard Lester (The Mouse on the Moon, The Three Musketeers). Ίσως αυτό να μπορούσε να ειπωθεί για πολλές ταινίες του είδους, καθώς η υπερηρωική αφήγηση, ειδικά στον κινηματογράφο, φαίνεται εγκλωβισμένη σε κάποια συγκεκριμένα μοτίβα. Ωστόσο είναι τουλάχιστον απογοητευτικό να βλέπει κανείς μια γυναικεία οπτική, η οποία σίγουρα ενυπάρχει εδώ, να καθηλώνεται στα πλέον ξεπερασμένα από αυτά τα μοτίβα.
Ταυτόχρονα, αυτά τα ξεπερασμένα μοτίβα βλάπτουν τρομερά όταν προσπαθούμε να τα επαναφέρουμε στο σήμερα της πανδημίας. Ίσως στο έβγα του χαμένου 2020, να μη χρειαζόταν ένα ακόμα μήνυμα ατομικής ευθύνης. Eπίσης πρέπει να αναφερθεί πως και η συμμετοχή του κομίστα Geoff Jones, o οποίος αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο επίκεντρο αρκετών σκανδάλων στην DC σίγουρα δε βοήθησε.
Την ίδια στιγμή ένα ακόμα πολύ προβληματικό κομμάτι της ταινίας είναι και οι χορογραφίες μάχης και τα ειδικά εφέ. Κανείς δεν περίμενε πως σε μια τόσο πολυαναμενόμενη ταινία, με ένα τόσο επιτυχημένο πρώτο μέρος οι μάχες του sequel θα θύμιζαν Flintstones. Πέρα από τα απαίσια εφέ που χρησιμοποιήθηκαν στην περίπτωση της Cheetah πχ, όλες οι σκηνές δράσης, το οξυγόνο δηλαδή ενός τέτοιου blockbuster, είναι τρομακτικά προχειροφτιαγμένες, κουραστικές και προβλέψιμες. Όσο και αν θαυμάζουμε την κινητικότητα της Gal Gadot η οποία, ελλείψει ουσιαστικών ερμηνευτικών δυνατότητων, την καθιστά την κραταιότερη επιλογή για τη Diana, από μόνη της δεν αρκεί για μια τέτοια ταινία. Χρειάζεται και το green screen. Και εδώ μάλλον έγιναν περικοπές.
Στο θέμα ερμηνειών πάνω κάτω ξέρει κανείς τι να περιμένει. Η Gal Gadot παραμένει μια αλαβάστρινη φυσιογνωμία η οποία καταφέρνει και σε πολλές περιπτώσεις σώζει ό,τι μπορεί από την ταινία, ενώ είναι εμφανής η χημεία της με τον φωτεινό, πρόσχαρο και συναισθηματικό Chris Pine (Star Trek, Dungeons & Dragons). Ήταν η χημεία τους αυτή που μας έδωσε τις καλύτερες7888 στιγμές της ταινίας.
Kαι στους δύο όμως τα προβλήματα που διαφαίνονται οφείλονται στο γράψιμο. Στην περίπτωση της Gadot η αυξομείωση των δυνάμεων της δε φαίνεται πουθενά, γιατί, όπως και στην αρχετυπική περίπτωση του Superman, κανείς δε βρέθηκε να τις καθορίσει ουσιαστικά. Όμως στην περίπτωση του Superman κάτι τέτοιο μπορούσε να συγχωρεθεί καθώς δεν υπήρχε ουσιαστικά προηγούμενο, ούτε συγγραφικό mondus operandi για τις υπερδυνάμεις. Αλλά 40 χρόνια αργότερα υπάρχει και είναι απαράδεκτο να ξεχυλώνεται καθώς σπάει το immersion του θεατή, το άγραφο συμβόλαιο με τα υπερφυσικά στοιχεία της ταινίας. Στην περίπτωση του Pine ο χαρακτήρας του για άλλη μια φορά είναι τόσο πρόθυμος να θυσιαστεί για το κοινό καλό, σχεδόν άγιος, που τελικά η θυσία του δε μοιάζει και τόσο ουσιαστική.
Όσον αφορά τις νέες αφίξεις, στο στρατόπεδο των villains την παράσταση κλέβει αναμφισβήτητα ο Pedro Pascal (Μandalorian, Narcos) ο οποίος μας δίνει έναν πολύπλευρο και βαθιά ανθρώπινο κακό, πολύ μακριά από τις καρικατούρες που θα περίμενε κανείς από μια ταινία που βασίζεται σε λογικές περασμένων δεκαετίων. Tην ίδια στιγμή η καθόλου διακριτική ομοιότητα με γνωστό γλοιώδη προτοκαλί πρώην πρόεδρο ΗΠΑ σίγουρα εκτιμήθηκε σαν καρφί στο φέρετρο της προεδρείας του.
Αντίθετα, η Cheetah της κωμικού κατά βάση Kristen Wiig (Bless the Harts, Saturday Night Live) καταφέρνει να σταθεί σε gravitas απέναντι στην Gadot, αλλά ο χαρακτήρας της είναι τρομερά μονοδιάστατος και τελικά δεν προσφέρει τίποτα πέρα από (αρκετές) αμήχανες στιγμές δράσης.
Eίναι το Wonder Woman 1984 μια κακή ταινία; Αν είναι μεσημέρι Κυριακή κάπου το 1993, είσαι 13 ετών και δεν ξέρεις τι είναι το Ίντερνετ (ή έστω νοσταλγείς αυτή την εποχή, δεν κρίνουμε κανέναν) μάλλον όχι. Αν κάποιος ζει στο σήμερα και ζητά από τον blockbuster κινηματογράφο να μην τον εμπαίζει, μάλλον ναι.