Να ξεκαθαρίσουμε στην αρχής πως το γεγονός πως μια ταινία αφορά την πίστη δεν είναι παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα της. Η μαζική κουλτούρα γενικά και ο κινηματογράφος ειδικότερα βρίθουν περιπτώσεων όπου δημιουργοί καταπιάνονται με τη θρησκεία, από πολλές οπτικές και με ποικίλα ποιοτικά αποτελέσματα. Ο δε κινηματογράφος είναι ίσως η καλύτερη Τέχνη για την αποτύπωση αυτής της υπερβατικότητας που σχετίζεται με την πίστη σε μια ανώτερη του ανθρώπου δύναμη. Παραδείγματα για αυτό πολλά και όλων των εκφάνσεων, από το πρόσφατο Silence του φανατικού καθολικού Martin Scorsese (The Irishman, Taxi Driver) , μέχρι το… Μan of Steel του Zack Snyder ( Justice League, Army of the Dead).
Αφήνοντας αυτή την παραδοχή στην άκρη, μπορούμε με σιγουριά να αναφέρουμε πως το Ο Άνθρωπος του Θεού, σε σενάριο και μόλις δεύτερη σκηνοθετική προσέγγιση της Yelena Popovic (L.A. Superheroes ) και χρηματοδότηση της διαβόητης για σκάνδαλα Μονής Βατοπεδίου δεν καταφέρνει ούτε κατά λάθος να δημιουργήσει αυτή την ένταση του ανώτερου, τη δοκιμασία της πίστης απέναντι σε έναν κόσμο υλικό. Δεν επιτυγχάνει ούτε το λιγότερο, το να κάνει το κοινό να ενδιαφερθεί για τη ζωή ενός ανθρώπου τόσο δυναμικού όσο ο Νεκτάριος, ο λεγόμενος και άγιος του 20ου αιώνα.
Η αλήθεια είναι ότι ίσως το κοινό που δεν είναι θρησκόληπτο (αυτοί αγάπησαν ούτως ή άλλως την ταινία μόνο και μόνο επειδή είχε το ΟΚ της εκκλησίας) να έκανε λάθος όταν περίμενε κάτι που δε θα ξεχείλιζε από κιτς αισθητική, αλλά και γνήσιο και πηκτό ραγιαδισμό. Το ότι οι συντελεστές μιλούν Αγγλικά (με προφορά Σαλαμίνας) δεν κάνει την ταινία ούτε ευπώλητη στο εξωτερικό αλλά ούτε και ανεκτή σε κάποιον που έχει τουλάχιστον ένα proficiency. Οι δε ερμηνείες είναι επιεικώς απαράδεκτες για οποιοδήποτε επίπεδο παραγωγής, αρχής γενομένης από σχολική παράσταση. Όμως πολλοί παρασύρθηκαν από το αναμφισβήτητο ταλέντο του Άρη Σερβετάλη, ο οποίος, παρά τις πολλές προβληματικές δηλώσεις του τελευταίου διαστήματος, αφενός έχει δείξει δείγματα του πόσο καλός ηθοποιός μπορεί να γίνει (Mήλα, The Waiter) αφετέρου, οι μεγαλύτεροι θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη για τον ρόλο του Λάζαρου στο Είσαι το Ταίρι Μου.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φτιάξει κάποιος μια τόσο κακή, σε κάθε επίπεδο ταινία, που όμως δεν αγγίζει ούτε καν το όριο του «so bad it’s good». Αν αυτή η ταινία κατάφερνε, με κάποιο θαύμα, να γίνει το χριστιανοορθόδοξο Room, θα προσέφερε τουλάχιστον μια ικμάδα διασκέδασης σε όσους πίστεψαν στον Σερβετάλη και πήγαν. Όμως το γραμμικό και εντελώς άρρυθμο σενάριο της Popovic, οι μονοδιάστατοι, ξύλινοι χαρακτήρες και διάλογοι που αυτοί χρησιμοποιούν, όπως επίσης και η τραγική φτήνια σε επίπεδο παραγωγής δεν αφήνουν τέτοια περιθώρια. Η δε κάμερα της Popovic, με εξαιρέσεις μερικές στιγμές όπου καταφέρνει να καδράρει συμπαθητικά το πραγματικά αγνό βλέμμα του Σερβετάλη, αποτυγχάνει σε κάθε άλλη κίνηση, από το δέσιμο της ταινίας μέσω του μοντάζ μέχρι την απλή φιλμογράφηση τοπίων.
Η ίδια η Popovic δεν κατέληξε ποτέ και στην ταυτότητα που θα ήθελε να έχει η οπτική της. Στις στιγμές «δράσης» είναι αναίτια σταθερή, ενώ στους (φωνακτά) εσωτερικούς διαλόγους του Νεκτάριου ανάσταστη και γεμάτη κινητικότητα, εκφυλίζοντας την ίδια τη διαδικασία. Γενικότερα, η ταινία αποτυχγάνει πλήρως στο να αναδείξει τη θρησκευτικότητα και την πίστη ενός τόσο δυναμικού ανθρώπου, ενώ η γκρίζα και μουντή φωτογραφία της βυθίζει όλες τις έννοιες στην ανία και έναν απαίσια νοούμενό συντηρητισμό.
Οι ηθοποιοί δε βιώνουν και δεν αποδίδουν καμία ένταση. Ποτέ, σε κανένα σημείο της ταινίας δε γίνεται κατανοητό στον θεατή ότι υπάρχει σύγκρουση, εσωτερική ή άλλου είδους. Ο Νεκτάριος κατηγορείται για κάτι έωλο από κακούς παπάδες, κακό κράτος και κακή αστυνομια, που είναι κακοί γιατί πρέπει, και έπειτα μεταφέρεται, αστραπιαία θαρρείς, σε διάφορα σημεία της χώρας, χωρίς ποτέ να γίνεται κατανοητό το πέρασμα του χρόνου (εκτός αν προσμετρήσει κανείς το απαίσιο μακιγιάζ που γερνούσε μόνο τον Σερβετάλη, ενώ οι υπόλοιποι έμεναν ίδιοι, όσα χρόνια και αν περνούσαν).
Δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκρουσης, τίποτα που να δείχνουν όχι το πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του Νεκτάριου, ο οποίος παρουσιάζεται εξ αρχής διαμορφωμένος ώς στωικός άγιος, αλλά έστω κάτι που να τιμά αυτόν τον άγιο, ένα εμπόδιο το οποίο υπερέβη. Λεφτά και δουλειές βρίσκονται από το πουθενά, χαρτιά υπογράφονται χωρίς πολλά, πιστοί φίλοι εμφανίζονται σε κάθε του βήμα. Δεν είναι καν παρών στα θαύματά του. Οι δε εχθροί του απλά σταματούν να τον ενοχλούν, ο (καταγεγραμμένος) λίβελος που εξαπέλυσε εναντίον η Εκκλησία, απλά είναι ψίθυρος στα παρασκήνια ή τόσο καρικατουρίστικα αποδοσμένος, που είναι αδύνατον στον οποιοδήποτε να το πάρει σοβαρό. Όπως βέβαια και όλη την ταινία.
Πέρα όμως από το απαράδεκτο σενάριο και σκηνοθεσία, οι μεγαλύτερες στιγμές ντροπής της ταινίας έρχονται από τις ίδιες τις ερμηνείες. Ο Σερβετάλης επιδείκνυε μια υπερβατική… αβεβαιότητα για το τι πρέπει να κάνει ή να φανεί, κάτι που πέρασε και στον Νεκτάριο ως αμφιταλάντευση πρακτική και όχι ηθική, της λογικής που να σταθώ, πώς να προφέρω το τάδε όνομα (σε κάποια απλά άφηνε την προφορά και το έλεγε κανονικά) ή πώς να κάνω τη δείνα κίνηση. Το έτερο cast, από το σύντομο πέρασμα του Mickey Rourke (Sin City, The Wrestler) έως και την ανυπόφορη κατάντια μιας ηθοποιού του βεληνεκούς της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, απλά συνεχίζει τον κατήφορο ντροπιαστικών αγγλικών και ακόμα και άσχημων ερμηνειών. Μοναδικές εξαιρέσεις ο Χρήστος Λούλης (Adults in the Room) και η Τόνια Σωτηροπούλου, ο πρώτος για τη μοναδική ουσιαστική σκηνή της ταινίας, και η δεύτερη επειδή τουλάχιστον ξέρει καλά αγγλικά.
Τα 109 λεπτά που κρατάει αυτή η ταινία είναι, ένα προς ένα, προσβολή τόσο προς τον θεατή όσο και στο πρόσωπο του Νεκτάριου, αν, καλοπροαίρετα, πιστέψουμε πως η ταινία έγινε για να τιμηθεί το πρόσωπο του και όχι για κάποια, πολύ προσφιλή στη Μονή, βρωμοδουλειά.