Το Superstore του Justin Spitzer (Τhe Office, Mulaney) ανήκει στη μεγάλη, πολύ δύσκολη και ιδιαίτερη, οικογένεια των work places comedies, εστιάζοντας όμως σε έναν τομέα δύσκολο, αφιλόξενο και τελικά εντελώς ακατάλληλο: αυτόν της λιανικής πώλησης και μάλιστα, σε ένα μεγαλοκατάστημα μιας παγκόσμιας αλυσίδας, και μάλιστα στο αχανές τοπίο του αμερικανικού (νέο)φιλελευθερισμού.
Πώς μπορεί να βγει γέλιο από τις ζωές εργαζομένων που δουλεύουν με μηδενικά συμβόλαια, έχουν να αντιπαλέψουν απαίσιες και σκληρές συνθήκες εργασίας, ποτισμένες με εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία, αδιαφορία για τη ζωή τους, χαμηλούς μισθούς και την παραλογία πελατών που γαλουχήθηκαν με την παραδοχή ότι έχουν πάντα δίκιο (όπως επίσης και των περιστασιακών boomers Karens).
O ένας τρόπος είναι να ακολουθήσει το παράδειγμα της πιο επιτυχημένης τέτοιας σειράς, του The Office του Michael Schur, όπου μάλιστα ο Spitzer ήταν και παραγωγός. Έτσι, η σειρά εστιάζει όντως στις ζωές των ίδιων των εργαζομένων, χαρακτήρων πολύμορφων και πολύχρωμων, που, μέσα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας του καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια εργατική αλληλεγγύη και συχνά, να βρουν την ειρωνεία μέσα στον παραλογισμό της καπιταλιστικής τους καθημερινότητας. Να μετατρέψουν δηλαδή το απάνθρωπο εργασιακό τους περιβάλλον σε ένα happy place αποδοχής.
Ωστόσο αυτό παρουσιάζει δύο πολύ συγκεκριμένες δυσκολίες, τις οποίες η σειρά (και το γράψιμο του Spitzer δεν μπορούν να ξεπεράσουν. Από τη μία οι χαρακτήρες της είναι ίσως υπερβολικά κοντά σε αυτούς του The Office, καθιστώντας τη σύγκριση μαζί τους αναπόφευκτη.
Ο αφελής αλλά κατά βάθος καλόκαρδος προϊστάμενος που είναι θύμα των κεντρικών τόσο όσοι και οι υφιστάμενοι του, η εκκεντρική βοηθητική του φιγούρα, το office romance, ο hip φίλος του γοητευτικού πρωταγωνιστή που θεωρεί ότι είναι πολύ καλός για αυτό το μέρος, όλα αυτά τα στοιχεία είναι εδώ, ελαφρώς διαφοροποιημένα μεν αλλά το ίδιο δομικά για την πορεία της σειράς δε.
Η χρήση τόσο όμοιων χαρακτήρων, και μάλιστα τόσο γνωστών και αγαπημένων, όπου οι ατάκες του είναι γνωστές από μνήμης σχεδόν σε μια τεράστια μερίδα του κοινού σπάνε πολύ συχνά το απαραίτητο suspension of disbelief, εισχωρούν στη metaμνήμη του θεατή και τελικά, κάποιος πιο απαιτητικός, θα το καταδίκαζε συλλήβδην ως έναν κλώνο μιας πιο επιτυχημένης σειράς.
Το άλλο πρόβλημα βέβαια είναι πως ένα κατάστημα δεν είναι γραφείο, οι υπάλληλοι δεν έχουν ούτε τον ίδιο χρόνο ούτε τις ίδιες αντοχές να διαμορφώσουν τις ίδιες σχέσεις. Η διάκριση blue/white collar είναι δομική στον καπιταλισμό και την εξουθενωτική εξειδίκευση εργασίας που αυτός επιβάλλει. Όμως ο Spitzer φαίνεται να την αγνοεί και έτσι πολλές καταστάσεις οι οποίες προβάλλονται, ακόμα και στο πλαίσιο μιας σχετικά σουρεαλιστικής κωμωδίας (άρα προφανώς δε μιλάμε απαραίτητα για το στοιχείο του ρεαλισμού) καταλήγουν να μην αγγίζουν τον θεατή, όχι γιατί δεν έχει ανάλογα βιώματα, αλλά γιατί το βίωμα αυτό δεν το αναγνωρίζει. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει πχ και μια άλλη work place comedy, το διάσημο Brooklyn 99.
Ωστόσο και οι δύο περιπτώσεις σώζονται από τους ίδιους τους χαρακτήρες του. Το Superstore έχει την τύχη να έχει ένα πολύ δυναμικό cast που καταφέρνει και παρασύρει τους θεατές. Την ίδια στιγμή, όσο τα επεισόδια κυλούν αβίαστα, ο θεατής πιάνει τον εαυτό του να νοιάζεται για αυτούς, να θαυμάζει την (άλλοτε καλογραμμένη, άλλοτε όχι) εξέλιξη τους και να θέλει να βλέπει το πως αντιμετωπίζουν τις διάφορες (τραγικές) καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι.
Ερμηνείες όπως της δυναμικής Lauren Ash (Chicago Party Aunt, The Disaster Artist), της προσγειωμένης America Ferrera (WeCrashed, The Sisterhood of the Traveling Pants) αλλά και της καθαρά gen Z Amir M. Korangy (Shameless, Grey’s Anatomy) τον κάνουν να ξεχνά τις συγκρίσεις. Ταυτόχρονα, το cast είναι πλούσιο σε εκπροσώπηση μειονοτήτων, όλων των ηλικιών, ακόμα και προσφύγων ή μεταναστών χωρίς χαρτιά, δημιουργώντας ένα ψηφιδωτό πολύ πιο κοντά στην καθημερινότητα και στην ουσία της.
Παράλληλα, το Superstore λειτουργεί καλύτερα τις στιγμές όπου όντως αντιμετωπίζονται οι συνθήκες ενός καταστήματος: όταν οι εργαζόμενοι απεργούν, όταν διεκδικούν ασφάλεια και καλύτερες συνθήκες εργασίας, όταν αγωνίζονται να φτιάξουν σωματείο παρά τις απειλές της εργοδοσίας. Βλέπουμε δηλαδή εργατικά ζητήματα που μέχρι λίγο καιρό πριν ήταν άγνωστα στη pop τηλεόραση. Την ίδια στιγμή στηλιτεύεται αδίστακτα ο αστικός δικαιωματισμός, το «διαφημιστικό» woke πνεύμα, που φαίνεται καλά σε λεζάντες αλλά είναι κενό από ουσία και διάθεση αλλαγής.
Και το καλύτερο είναι ότι τα βλέπουμε αισθητικοποιημένα μεν (εφόσον πάντα υπάρχει το κωμικό πρίσμα) ξεκάθαρα δε, εφόσον υπάρχει η παραδοχή του πόσο χάλια είναι αυτές οι συνθήκες εργασίας, πόσο απαραίτητη είναι η αλληλεγγύη μεταξύ εργαζομένων εφόσον αντιμετωπίζουν τον ίδιο ταξικό εχθρό, όσο διαφορετικοί και αν είναι μεταξύ τους. Βέβαια το μοτίβο ενός sitcom δεν επιτρέπει αυτά τα θέματα να μελετηθούν εις βάθος καθώς πάντα κάπου υπάρχει ένας παράνομος έρωτας, ένα κουτσομπολιό, μια αστεία κατάσταση…
Είναι το Superstore το νέο The Office ή έστω η σειρά που θα τρελάνει τη νέα γενιά, που ήδη βρίσκει το The Office ξεπερασμένο, όπως βρήκε προβληματικά τα Φιλαράκια ή το How I Met Your Mother; Προφανώς και όχι. Είναι όμως μια όμορφη και καλή, αν και λειψή, ματιά στο χιούμορ μιας νέας, πιο προοδευτικής εποχής. Και ίσως αυτό να είναι και αρκετό….