Την εποχή της μαζικής παραγωγής ταινιών/ επεισοδίων με υπερήρωες δεν είναι δύσκολο να φτιάξει κανείς μια ταινία που είναι μέρος ενός franchise χωρίς κάποιο κεντρικό event στον πυρήνα της, χωρίς δηλαδή κάποια στιγμή που να προχωρά την κεντρική ιστορία. Και αυτό δεν είναι κακό, έχουμε δει αρκετές τέτοιες ταινίες που πήραν τον δικό τους χρόνο και είπαν μια διαφορετική, δική τους ιστορία. Το Black Panther είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Αυτό που όμως είναι πάρα πολύ κακό είναι το να αφήνεις την κεντρική ιστορία και να μην μπαίνεις στον κόπο να δώσεις μια αν όχι πρωτότυπη (πράγμα ούτως η άλλως δύσκολο) αλλά έστω ανεκτή τροπή στην ταινία. Το εγκληματικό είναι αυτό το τίποτα να είναι το τέλος της κεντρικής σου πλοκής.
Το πολύ καθυστερημένο αλλά καθόλου πολυαναμενόμενο X-men: Dark Phoenix είναι ίσως η πιο απογοητευτική ταινία του νέου κύκλου των X-men, ακόμα πιο πολύ και από το τραγικό Apokalypse ,ακριβώς επειδή είναι η τελευταία πριν οι μεταλλαγμένοι περάσουν στο MCU, ή η προτελευταία να λάβει κανείς υπόψη και το New Mutants το οποίο ξέμεινε στα ράφια της παραγωγής πριν την πώληση της Fox στην Disney.
Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για αυτή την ταινία, γιατί ακόμα και η ίδια η ταινία βαριέται να μιλήσει για τον εαυτό της. Πέρα από το παιδαριώδες γράψιμο και τις αρκετά κακές λήψεις του έμπειρου παραγωγού αλλά πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Simon Kinberg (Legion, Fantastic 4) τα οποία στερούν από την ταινία ακόμα και τις άμυαλες αλλά εντυπωσιακές στιγμές δράσης των μεταλλαγμένων, η ταινία το μόνο που κάνει ουσιαστικά είναι νύξεις σε παλαιότερες (και καλύτερες) στιγμές του franchise, νοσταλγώντας (= κλέβοντας) ταινίες όπως το The Last Stand, το οποίο αν και η χειρότερη ταινία της τριλογίας του Singer, μοιάζει όαση μπροστά στο τώρα.
Επίσης στο τσακ αποφεύχθηκε η ταινία να μοιάζει με ένα πολύ χειρότερο Captain Marvel, καθώς η τελευταία σεκάνς, η οποία αρχικά τοποθετούνταν στο διάστημα, ξαναγυρίστηκε σε τραίνο, ακριβαίνοντας αρκετά την ταινία. Και πρόκειται για χρήματα που δεν αξίζει να βγάλει.
Παρόλα τα πεταμένα λεφτά, μέσω της ομολογουμένης ομοιότητας με την Carol Denvers, η ταινία υπογραμμίζει τον μόνο παράγοντα που έχει κάποια αξία, που είναι η ανάδειξη γυναικείων χαρακτήρων που βγαίνουν μπροστά. Η ατάκα της Jennifer Lawrence (Joy, Hunger Games) για αλλαγή του ονόματος από X-men σε X -women είναι άλλωστε ενδεικτική. Όμως αυτή η πάλη με τον υπόρρητο μισογυνισμό του franchise ποτέ δεν εξερευνάται. Μένει σε επίπεδο τσιτάτου και απλά μετά cast και σκηνοθέτης κοιτούν τα ρολόγια τους μέχρι να τελειώσει το υποχρεωτικό δίωρο. Και μάλιστα δεν φτάνουν καν τόσο.
Είναι εντυπωσιακό το ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για απολύτως τίποτα σε όλη την ταινία.
O ίδιος ο σκηνοθέτης/ σεναριογράφος/ παραγωγός, πέρα από ατάκες του τύπου «τα συναισθήματα μου με έκαναν δυνατή», προικίζει το κουραστικό και άνευ λόγου 3D πλάνο του με μια αδιάφορη μαυροκίτρινη φωτογραφία από την οποία δεν διακρίνεται κάποια καλλιτεχνική αξία. Επιπλέον, τα εντελώς τυπικά, φορμαλιστικά πλάνα του στερούν από τη θεατή τόσο το θέαμα όσο κα τη φαντασία.
Σε επίπεδο ερμηνειών είναι ακόμα χειρότερα. Από την ούτως η άλλως βαρετή και βαριεστημένη Lawrence, ο spoilerαρισμένος θάνατος της οποίας έρχεται σαν λύτρωση για αυτήν (όχι για τον χαρακτήρα, αλλά για την ηθοποιό που δεν χρειαστεί να φορέσει ξανά μπλε μακιγιάζ) μέχρι τον παραδοσιακά αξιόπιστο Michael Fassbender ( Αssasin’s Creed, Macbeth) ο οποίος φαίνεται να εμφανίζεται με το ζόρι, ελάχιστα περιμένει κανείς. Η ταινία καταφέρνει να χαραμίσει παντελώς και τη στιβαρή παρουσία της Jessica Chastain (The Huntsman: Winter’s War) η οποία ερμηνεύει έναν τόσο αδιάφορο και κακογραμμένο villain, το όνομα του οποίου είναι στοίχημα αν θα το θυμόταν μέχρι και η ίδια.
Η κατά τα άλλα συμπαθής και χαρισματική Sophie Turner (Game of Thrones) δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει ούτε μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό από χάρτινες, διεκπαιριωτικές ερμηνείες, παρόλο που όλη η ταινία είναι στημένη πάνω της. Μίλησε αρκετά για συναισθήματα, αλλά δεν έδειξε ποτέ κάποιο από αυτά, βρίσκοντας καταφύγιο στην οικεία μίρλα της Sansa των πρώτων season.
Ο μόνος που ίσως προσπαθεί, χωρίς να το κουράζει και πολύ είναι ο πάντα ευδιάθετος James McAvoy (Glass, Wanted). Eίναι βέβαια ειρωνικό αυτό, γιατί ο δικός του χαρακτήρας παρουσιάζει το χειρότερο γράψιμο και τα μεγαλύτερα κενά.
Το τέλος του δεύτερου κύκλου των X-men τους βρίσκει κουρασμένους, χωρίς φαντασία και κυρίως, χωρίς διάθεση να προσπαθήσουν για το κάτι παραπάνω. Και λογικό, αφού δεν έχουν να κερδίσουν πια τίποτα. Το μόνο που περιμένουν είναι να γυρίσουν στην Marvel για τον τρίτο τους reboot και να ζήσουν νέες περιπέτειες δίπλα στους Avengers και τον Spider- man. Kαι μεταξύ μας, αυτό περιμένουμε και εμείς. Μέχρι τότε όμως μακριά.