Οι fans της DC πρόσμεναν με ανυπομονησία τον Superman του James Gunn ως την έναρξη μίας νέας εποχής για το κινηματογραφικό σύμπαν της εμβληματικής εκδοτικής εταιρείας, το οποίο είχε εγκλωβιστεί σε ένα αδιέξοδο με την μία αποτυχία να διαδέχεται την άλλη. Το στοίχημα του Superman ήταν και παραμένει πολύ μεγάλο για τους ιθύνοντες της DC, που ρίσκαραν ένα ολικό reboot με τον Gunn στο τιμόνι, θυσιάζοντας συνεργασίες μίας δεκαετίας, ακόμα και το καστ του δημοφιλέστατου Dwayne Johnson, ο οποίος χωρίς να έχει εντυπωσιάσει ως Black Adam, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι απλώς βρέθηκε στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή. Γι’ αυτό και το promotion της ταινίας πήρε προτόγνωρες διαστάσεις· από το βίντεο της ανακοίνωσης του Gunn μέχρι την προβολή της ταινίας κυκλοφόρησαν αμέτρητα trailers, μέχρι και ολόκληρο απόσπασμα της ταινίας. Όμως, τελικά, η ταινία της WB, για κακή της τύχη, δεν βρέθηκε να παλεύει μονάχα για την διάσωση του κινηματογραφικού σύμπαντος του Batman και της Wonder Woman, αλλά ολόκληρου του υπερηρωικού κινηματογράφου ως είδος!
Ο υπερηρωικός κινηματογράφος σε υπαρξιακή κρίση
Πέρα από τα ποιοτικά σκαμπανεβάσματα του DCEU και από τον έντονο διχασμό που προκάλεσε το Snyderverse με τους θερμούς υποστηρικτές και τους φανατικούς πολέμιους, ο πραγματικός κίνδυνος ήταν -και παραμένει- η πλήρης εξαφάνιση του υπερηρωικού κινηματογράφου από τις αίθουσες -τουλάχιστον με την μορφή των blockbusters– σχεδόν 20 χρόνια μετά την εμβληματική στιγμή της κυκλοφορίας του Iron Man. Η απότομη παρακμή του MCU μετά τα Avengers: Infinity War και Endgame, συνδυασμένη με την αδυναμία της DC Comics να χτίσει ένα ισότιμο κινηματογραφικό σύμπαν, έχουν από καιρό εξωθήσει από τις αίθουσες το μεγαλύτερο κομμάτι του κοινού που δημιουργούσε το hype πριν την κυκλοφορία κάθε νέας ταινίας, κάνοντας ξανά τις υπερηρωικές ταινίες υπόθεση σχεδόν μονάχα των σκληροπυρηνικών comic fans.

Σε αυτή την συνθήκη, τα τελευταία χρόνια ξεχώρισαν ταινίες που διηγούνταν κατά κανόνα stand-alone ιστορίες, όπως οι animated ταινίες του Spider-Verse (και γενικά ο Spider-Man), ο Batman του Reeves και οι fun ταινίες του Deadpool, ενώ είναι πλέον βέβαιο ότι στην προσπάθεια της Marvel να φτιάξει ένα ενιαίο κινηματογραφικό και τηλεοπτικό σύμπαν ουδείς ανταποκρίθηκε. Πέραν των σκληροπυρηνικών φίλων των Marvel Comics, γνωρίζετε εσείς κάποιον/-α που είχε την δύναμη να παρακολουθήσει ορισμένα κεφάλαια της τελευταίας φάσης, όπως την εντυπωσιακή αποτυχία του Secret Invasion ή το απελπιστικά άψυχο She-Hulk;
Ο Superman ως φορέας ελπίδας
Αναμφίβολα συνιστά ένα βαθιά ριζωμένο κλισέ να προσδοκούμε από τον Superman να φέρει την ελπίδα. Τα κλισέ είναι, βέβαια, επαναλαμβανόμενα μοτίβα που στερούνται πρωτοτυπίας και φαντασίας, όμως καμιά φορά, όταν όλες οι βεβαιότητες γύρω μας καταρρέουν –όπως συμβαίνει στην εποχή μας– βοηθούν το “συλλογικό ασυνείδητο” να εντοπίσει κοινά σημεία αναφοράς, στην προσπάθεια κατανόησης ενός κόσμου που άλλοι ονόμασαν θαυμαστό καινούριο κόσμο, άλλοι έρημο του πραγματικού κι άλλοι ύστερο –ή ολοκληρωτικό– καπιταλισμό.
Μολονότι, όμως, στο παρελθόν μία κοινότοπη αναπαράσταση του Superman ως φορέα της ελπίδας δεν θα προκαλούσε έντονες αντιθέσεις -καθώς η έννοια της ελπίδας είναι τόσο γενική ώστε να χωράει σχεδόν τα πάντα- στην ταραγμένη εποχή μας με εντυπωσιακή ταχύτητα θεωρήθηκε ότι συνιστά τοποθέτηση στις εν εξελίξει πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ήδη λίγες ημέρες πριν την κυκλοφορία της ταινίας, ξέσπασε μία δημόσια αντιπαράθεση για την ερμηνεία του πολέμου που λαμβάνει χώρα στην ταινία, μεταξύ του έθνους της Βοραβίας και του ανυπεράσπιστου πληθυσμού του Τζαρχανπούρ που υποστηρίχθηκε ότι αποτελεί παραλληλισμό της εν εξελίξει γενοκτονικής απόπειρας του Ισραήλ στην Παλαιστίνη (ή και -λιγότερο πειστικά– της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία). Πιθανότατα ο κίνδυνος στοχοποίησης σε μία περίοδο που σε οποιαδήποτε φιλοπαλαιστινιακή στάση εκβιαστικά αποδίδεται η κατηγορία του αντισημιτισμού -κι ίσως ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης– ανάγκασε τον ίδιο τον Gunn σε συνέντευξη του στους Times of London 1 Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη διαδικτυακά αλλά όχι ελεύθερα προσβάσιμη στο κοινό, παρόλα αυτά το επίμαχο σημείο της παρατίθεται στoν αυστραλιανό διαδικτυακό χώρο του Variety και έχει ως εξής: “When I wrote this the Middle Eastern conflict wasn’t happening. So I tried to do little things to move it away from that, but it doesn’t have anything to do with the Middle East. It’s an invasion by a much more powerful country run by a despot into a country that’s problematic in terms of its political history, but has totally no defense against the other country. It really is fictional.” να απορρίψει αυτή την οπτική, υποστηρίζοντας ότι το σενάριό του γράφτηκε σε χρόνο προγενέστερο της “σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή” (όπως την χαρακτήρισε), θυμίζοντας στα καθ’ ημάς την άρνηση της Μαρίνας Σάττι ότι το χασμουρητό της στη συνέντευξη τύπου της Eurovision είχε σχέση με την ομιλία της εκπροσώπου του Ισραήλ στον διαγωνισμό.

Παρόλο που η απεικόνιση ενός υπερήρωα ως “απόλυτα καλού” είναι αναμφίβολα κοινότοπη και μανιχαϊστική, στη δεδομένη διεθνή πολιτική συνθήκη, μπορεί να λειτουργήσει ως ένα –έστω πρόσκαιρο- ηθικό καταφύγιο. Η επιλογή της ταινίας να παρουσιάσει έναν ξένο, έναν –άνδρα και λευκό βέβαια- Άλλον, έναν πρόσφυγα (όπως τον αποκαλεί ο ίδιος ο Gunn) ως έναν απόλυτα αλτρουιστή υπερήρωα που σταματάει πολέμους, αψηφώντας την διπλωματική πολιτική της χώρας του, με μοναδικό σκοπό να προστατεύσει τους αδύναμους, τον ανάγει σε ένα ανθρωποκεντρικό και ειρηνικό εναλλακτικό ιδεώδες που αντιπαραβάλλεται στον κυνισμό της ανεξέλεγκτης εξουσίας της πολεμοχαρούς διεθνούς ακροδεξιάς και της realpolitik που κρύβει τις προκαταλήψεις της κάτω από το πέπλο της δήθεν συνετής εξωτερικής πολιτικής. Και ο ίδιος ο Gunn παραδέχτηκε, εξάλλου, ότι ένιωσε την ανάγκη να αντιπαραβάλλει την καλοσύνη του ήρωά του απέναντι στην κυρίαρχη τοξικότητα της δημόσιας -ειδικά διαδικτυακής- σφαίρας.

Ένα ευχάριστο blockbuster, επιτέλους!
Όμως, πέρα από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που έχει προκαλέσει, ο Superman του Gunn ανταποκρίνεται πάνω από όλα στον βασικό του ρόλο, εκείνον του υπερηρωικού blockbuster. Μέσα σε δύο ώρες προσφέρει καλοστημένη δράση με υψηλού επιπέδου εφέ, συναίσθημα, πολύ καλές ερμηνείες, αλλά και χιούμορ στο στυλ του Gunn, το οποίο διαφοροποιείται τόσο απ’ την σκοτεινή εποχή του Snyderverse, όσο και από την φαιδρότητα των τελευταίων ετών του MCU. Η επιλογή του Gunn να τοποθετήσει το κοινό κατευθείαν στη δράση, χωρίς να το υποβάλλει στη βάσανο της διήγησης για μία ακόμη φορά του πασίγνωστου origin story του υπερήρωα, ήταν πολύτιμη προκειμένου να διατηρήσει ένα γρήγορο τέμπο στην αφήγησή του.
Το πολύ αξιόλογο cast των πρωταγωνιστικών -αλλά και των υποστηρικτικών- ρόλων της ταινίας, αλλά και η επιτυχημένη σεναριακή αξιοποίησή τους, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη των χαρακτήρων: ο Superman παρουσιάστηκε πολύπλοκος στην γήινη καθημερινότητά του, προσγειωμένος στην πραγματικότητα (αν και εξωγήινος), αυθεντικά αλτρουιστής υπερήρωας με ακλόνητη αίσθηση καθήκοντος και με αφοσίωση στην οικογένεια και τους ανθρώπους του. Εξαιρετική χημεία είχε με την Lois Lane, έναν καλογραμμένο και δυναμικό γυναικείο χαρακτήρα, μία ικανή δημοσιογράφο που δεν αφήνει περιθώρια για σεξιστικές απεικονίσεις του παρελθόντος. Εντυπωσιακή ήταν η ερμηνεία του Nicholas Hoult στον ρόλο του Lex Luthor που παρέπεμπε ευθέως σε τεχνομεγιστάνες τύπου Elon Musk, προσφέροντας πιθανότατα την καλύτερη απεικόνιση του villain στην οθόνη μέχρι σήμερα. Η ευχάριστη έκπληξη από την δεύτερη υπερηρωική γραμμή ήταν ο Mr Terrific που με την ευφυία του, τον ασυναγώνιστο τεχνολογικό εξοπλισμό του και την ρομποτική συμπεριφορά του συνεισέφερε ουσιωδώς στην πλοκή όσο και στην fun πλευρά της ταινίας.

Από την άλλη, όμως, δεν έλειψαν και ορισμένες αστοχίες. Κι εάν ο Green Lantern είχε κάποιο λόγο που απεικονίστηκε με τόσο ειρωνικό τρόπο, τον οποίο κανείς δεν κατανόησε αλλά ίσως ανακαλύψουμε σε κάποια άλλη ταινία, περισσότερο κλώτσαγαν ορισμένες σεναριακές ευκολίες στις οποίες κατέφυγε ο Gunn: από το εκβιασμένο cuteness των σκηνών με τον Krypto και με το μωρό Joey, μέχρι την λύση των βασικών προβλημάτων με την lighthearted επιστράτευση “θεών εξ ουρανού” (ορίστε, το κρατήσαμε και spoiler-free). Καμία από αυτές, όμως, δεν μπορεί να υπονομεύσει την ευχάριστη εμπειρία που προσφέρει μία ταινία που επωμίστηκε πολλές περισσότερες προσδοκίες από όσες της αναλογούσαν: την τελευταία ευκαιρία για τη διάσωση του κινηματογραφικού brand της DC Comics, όπως και την αναζωογόνηση του ίδιου του υπερηρωικού είδους που έχει βυθιστεί σε βαθιά κρίση, αλλά και να αποκαταστήσει -στον βαθμό που της αναλογεί– την ελπίδα μας σε έναν κόσμο που οι ζωές των ανθρώπων δεν μπαίνουν στο παζάρι της realpolitik. Μπορεί να τα καταφέρει; Ας το ελπίσουμε!