Απλά και λιτά: Το Black Panther, από το οποίο κανείς δεν περίμενε τίποτα, κατάφερε με το έτσι θέλω, να γίνει σίγουρα η καλύτερη ταινία της Marvel από το Civil War και μετά και ίσως μία από τις 3 καλύτερες της Marvel γενικά.
Ο βασιλιάς της Wakanda σβήνει από τον χάρτη συγκρίσεις με αβέβαια ταξίδια συνειδητοποίησης (Homecoming) και σαχλές, μαξιμαλιστικέςς τάσεις φυγής που κρύβουν τις κοινωνικές τους ρίζες κάτω από το χαλί ( Thor Ragnarok ). Δεν μπορεί να γίνει καν λόγος για συμπαθητικά μεν, αδιάφορα δε μακροπρόθεσμα έργα όπως το origin του Doctor Strange.
To Black Panther του Ryan Coogler (Creed) καταφέρνει να κάνει κάτι που καμία άλλη ταινία του MCU δεν είχε τολμήσει: να μιλήσει ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές και μασημένα λόγια για τον ιμπεριαλισμό, και μάλιστα από την πλευρά των χαμένων. Όχι μόνο αυτό, αλλά με αφετηρία την Αφρική, ο Coogler ξεκινά ένα ταξίδι με αναφορές στα πρώτα πλοία σκλάβων που έφταναν στον Νέο Κόσμο για να δομήσουν μια Νέα Κόλαση, στις συνθήκες του βιώνει η έγχρωμη κοινότητα στα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα γκέτο, την καταπίεση και την υποτίμηση που βιώνουν οι μαύρες γειτονιές στις μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου που χτίστηκε πάνω στον ιδρώτα τους.
Ο Μαύρος Πάνθηρας, όντας ο πρώτος μαύρος υπερήρωας των κόμικ (1966), πριν ακόμα και από τον Luke Cage (1972) είχε ένα μεγάλο κενό να καλύψει και, μπορούμε να πούμε πως δεν το κατάφερε όσο θα μπορούσε. Αντί να αγκαλιάσει την κουλτούρα των ανθρώπων για τους οποίους προοριζόταν, οι δημιουργοί του, ο μεγάλος Jack Kirby και ο Stan Lee υπολειπόντουσαν της ανέσης ή της εγγύτητας για κάτι τέτοιο και έτσι προτίμησαν τον μύθο του ευγενή άγριου, μια καρικατουρίστικη εικονογράφηση των λαών της Αφρικής και μια γενικότερη στάση άγνοιας για τα θέματα της μαύρης κοινότητας. Έτσι ο πρώτος ήρωας ανθρώπων φτωχών ήταν…ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο. Για ανθρώπους που η δικαιοσύνη αγνόησε ή στόχευσε, η εκπροσώπηση τους στα κόμικ ήταν ένας βασιλιάς. Οι συνθήκες αυτές μπορεί να δημιούργησαν έναν πολύ ενδιαφέροντα και πολυσχιδή χαρακτήρα στην πορεία, όμως δεν κατάφεραν (απόλυτα) να του δώσουν ένα κοινωνικό πρόσημο.
Προς έκπληξη όλων, ο Coogler ενώ δεν αγνοεί αυτή την παράδοση, ίσα-ίσα την αναδεικνύει, καταφέρνει ακριβώς αυτό: να φέρει τον Μαύρο Πάνθηρα στο επίκεντρο κοινωνικών και πολιτικών προβληματικών. Σαν αρχηγός μιας κοινωνίας που δεν βίωσε τα δεινά του ιμπεριαλισμού και έτσι κατάφερε να ακμάσει, προβληματίζεται για τον ρόλο που πρέπει να κρατήσει απέναντι σε όσους τον δένουν πολιτισμικά και φυλετικά δεσμά. Σε καμία άλλη ταινία της Marvel δε θα μπορούσαμε να έχουμε συζητήσεις για προσφυγικές ροές, για άσυλο, για πολιτική.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, η ταινία αναδεικνύει και τις έμφυλες διαστάσεις, δίνοντας στις γυναίκες ηρωίδες ρόλο σχεδόν πρωταγωνιστικό, φέρνοντας τις στην πρώτη γραμμή της πολιτικής και στρατιωτικής δυναμικής της Wakanda και μάλιστα, χωρίς τις αδυναμίες σεναριακού τύπου που αντιμετώπισε η πιο φεμινιστική υπερηρωική ταινία (που ίσως έγινε ποτέ) το Wonder Woman.
Βέβαια, το υπερηρωικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τίθονται αυτές οι θεματικές, τις περιορίζει πολύ. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η πατερναλιστική ήττα του Κillmonger, ο οποίος παρουσιάζεται σαν ένας ακραία ριζοσπαστικοποιημένος νέος με κύριο κίνητρο το ταξικό μίσος και την απώλεια του πατέρα του στα χέρια των ισχυρών, φαντάζει κάπως δασκαλίστικη παρόλο που δεν του στερεί εντελώς το δίκιο. Την ίδια στιγμή η τελική λύση της που διαλέγει ο T’Challa για να συμβιβάσει το δίλημμα της Wakanda εξωστρέφεια (και με ποια όψη) ή απομονωτισμός (άλλη μια βαθιά πολιτική συζήτηση που διεξάγεται σε όλη την διάρκεια της ταινίας) φαντάζει ένα ημίμετρο, όπως ακριβώς οι κινήσεις του Profesor Xavier στα παραδοσιακά comic των X-men. Ωστόσο αυτές οι δικλείδες ασφαλείας είναι περισσότερο θέμα είδους παρά πρόβλημα του σκηνοθέτη και, ως ένα σημείο, ήταν αναμενόμενες.
Και στο τεχνικό κομμάτι ο Μαύρος Πάνθηρας είναι μια βόβμα δράσης και συναισθήματος. Οι σκηνές δράσης είναι εξαιρετικά χορογραφημένες και εντυπωσιακές, παρόλο που οπτικά ίσως δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν απόλυτα από τον μαξιμαλισμό που διακρίνει τις παραγωγές της Marvel, παρά τον σίγουρα πιο προσγειωμένο τόνο τους. Κάποιος κακοήθης ίσως θα μπορούσε μάλιστα να πει πως κάποιες σκηνές άγγιζαν τα όρια του κιτς. Επιπλέον, το πως επιλέχθηκε να αναπαρασταθεί η κουλτούρα ενός λαού ανέγγικτου από τον Ιμπεριαλισμό είναι σίγουρα ένα θέμα που χρήζει συζήτησης. Αυτό βέβαια σε τίποτα δεν μειώνει την αξία του Πάνθηρα, ο οποίος καταφέρνει να κάτι μια ιστορία για βασιλιάδες πιο ανθρώπινη από ότι μια ιστορία για έναν έφηβο στο Queens. H ατμόσφαιρα και η λεπτότητα με την οποία χειρίζεται ο Coogler το ταξίδι του T’Challa από πρίγκηπα σε βασιλιά είναι όντως μοναδική.
Στο ερμηνευτικό κομμάτι, η απίστευτη ερμηνεία του Chadwick Boseman (Gods of Efypt, Civil War) με τις εναλλαγές από τον σκληρό Πάνθηρα, στον εαυάλωτο γιο που θρηνεί ακόμα τον θάνατο του Ιδανικού πατέρα (θρήνος που γίνεται διπλός όταν το Ιδανικός κλωνίζεται) αποτελεί μια σπουδαία δουλειά. Ταυτόχρονα, ως αντίπαλο δέος, ο Killmonger του Michael B. Jordan (Creed, Fantastic Four) μας δίνει αν όχι τον καλύτερο κακό μετά τον Loki, τότε σίγουρα τον πιο ανθρώπινο και προσεγγίσιμο, ξεπερνώντας ακόμα και τον Zeemo. Επιπλεόν η Lupita Nyong’o (Star Wars: The Force Awakens,The Jungle Book) συνεχίζει το άψογο σερί της ενώ η μεγάλη έκπληξη της ταινίας ήταν η θετική-ενέργεια -με-πόδια που ακούει στο όνομα Letitia Wright (Black Mirror) η οποία μας κέρδισε για το χιούμορ, τη χάρη αλλά και το εύρος της υποκριτικής της δεινότητας. Συγχρόνως, ο πολυαγαπημένος Antony Serkins (Star Wars: The Force Awakens, Hobbit, The Lord of the Rings) παραμένει απολαυστικός ότι και να κάνει…
Επιλογικά, ας ελπίσουμε ότι το Black Panther δεν θα μείνει σαν μια ευχαριστη παρένθεση στο δρόμο του MCU αλλά θα καταφέρει να προσδώσει μια δόση ανθρωπιάς σε ήρωες που πλέον αγγίζουν τα όρια του Τοτέμ της μαζικής κουλτούρας.
Μέχρι τότε όμως…
ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ!
WAKANDA FOR EVER!