Θα είμαστε ειλικρινείς. Υπήρχε μια ανησυχία όταν ο σκηνοθέτης ταινιών όπως το Thor: Ragnarok, (το οποίο δεν είναι ψέμα ότι μας απογοήτευσε) και What We Do In The Shadows αμφότερα κωμωδίες με ένα άγαρμπο, αμήχανο, βαριά σωματικό αλλά και πολύ χαριτωμένο χιούμορ θα ασχολιόταν με μια παρωδία του ναζιστικού κόμματος και της ιδεολογίας του.
Υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσαν να πάνε λάθος. Να γίνει μια ταινία η οποία παρουσίαζε τους ναζί ως άκακους, γραφικούς, ίσως ακόμα και ένα (ασυναίσθητο) πλυντήριο της ιδεολογίας τους. Η αντιφασιστική σάτιρα εξάλλου είναι κάτι το ακραία δύσκολο. Όχι για λόγους ιστορικής καταγραφής, κάτι τέτοιο άλλωστε είναι ανούσιο σαν σκέψη. Η ίδια η ιστορία δεν είναι ένα πράγμα, ούτε ο τρόπος καταγραφής της μονολιθικός και σταθερός για πάντα. Τέτοιες σκέψεις είναι μακριά από κάθε επαφή με την ίδια την επιστήμη.
Τελικά όμως ο νεοζηλανδός Taika Waititi καταφέρνει όχι απλά να παρωδήσει με ανελέητο τρόπο τη μισαλλοδοξία , το μίσος για το διαφορετικό και την ανορθολογικότητα του (νέο)ναζισμού, αλλά την ίδια ίδια στιγμή να δώσει μία από τις πιο ζεστές και ανθρώπινες ταινίες της χρόνιας.
Ο Taika Waititi σε αυτή την προσπάθεια επιστρατεύει για άλλη μια φορά εκείνο το άγαρμπο, αθεράπευτα αμήχανο αλλά οικείο χιούμορ το οποίο καταφέρνει να περιλαμβάνει τους πάντες και την ίδια στιγμή να αναδεικνύει μέσα τους όλες εκείνες τις παιδικές τους εκφράσεις. Έτσι, είναι απόλυτα λογικό πως ένα παιδί, και μάλιστα με το ταλέντο του Roman Griffin Davis (Silent Night), θα κατάφερνε να πάρει αυτό το εργαλείο και να το ανάγει στην ανώτατη μορφή του.
Είναι αυτή η άκρατη παιδικότητα που επιτρέπει στην ταινία να ακροβατεί μεταξύ της κωμωδίας και της ναζιστικής ακρότητας. Και τελικά, είναι αυτή η παιδικότητα, με τον ίδιο τον Taika Waititi να την ενισχύει στον ρόλο ενός… ξεκαρδιστικού Αδόλφου, που καταφέρνει να υπογραμμίσει όλες τις συστημικές παράνοιες του ναζισμού όχι ως απλή (μαζική έστω) τρέλα ή λαϊκιστικές ρητορικές μιας συμμορίας μαχαιροβγαλτών, αλλά, και εδώ είναι το πιο δύσκολο, ως σύστημα που έπεισε εκατομμύρια ανθρώπους να το οδηγήσουν μέχρι τον θάνατο, που νομιμοποίησε μαζικές σφαγές και τις υλοποίησε με αυτοματοποιημένη και σχεδόν επιστημονική ακρίβεια και εμμονή.
Αυτή την υποταγή και τις εσωτερικές δομές του ναζισμού ο Taika Waititi δεν τις παρουσιάζει (συνεχώς) ως καρικατούρες. Αντίθετα τους δίνει πρόσωπα που κάποιες φορές είναι φιλικά, κάποιες φορές οικεία και, κάποιες φορές, αγαπημένα. Είναι τα πρόσωπα των συγγενών, των φίλων και των αγαπημένων. Όμως είναι είναι πρόσωπα φασιστών που δε διστάζουν να πεθάνουν για τον Χίτλερ, ακόμα και όταν αυτός είναι ήδη νεκρός. Η ίδια η ταινία καταφέρνει να δείξει έτσι την υπόρρητη αλλά ατσαλένια δύναμης της Ιδεολογίας και του φανατισμού.
Ταυτόχρονα βέβαια, ο Taika Waititi δεν έχει καμία πρόθεση να ωραιοποιήσει την κατάσταση, ούτε να επικαλύψει τα πάντα με ένα παιδικό ψέμα, όπως το «Η Ζωή Είναι Ωραία». Αντίθετα, δε διστάζει να περάσει τους πρωταγωνιστές τους από τη ναζιστική κόλαση και να τους βγάλει έξω πιο ώριμους, χωρίς πια τις παρωπίδες μίσους που κουβαλούσαν. Ακόμα και ο ίδιος χάνει πρόθυμα την κωμική του περσόνα και μετατρέπεται σε έναν απόλυτα ρεαλιστικό και αυθεντικά τρομακτικό Χίλτερ.
Αυτό το ταξίδι, από τον άκρατο φανατισμό και την υποταγή σε ένα απάνθρωπο σύστημα στην κατανόηση του Άλλου, τη γνωριμία με τον Εχθρό και τελικά, την αγάπη για τον Άνθρωπο είναι τελικά και το ταξίδι της ταινίας.
Αυτή η προσπάθεια θα έμενε ελλιπής όμως αν ο Taika Waititi δεν είχε μαζί του ένα καστ από ηθοποιούς που θα μπορούσαν να είναι το ίδιο προσαρμόσιμοι και ελαστικοί, να τον ακολουθήσουν στις ακροβασίες μεταξύ γέλιου και φρίκης. Τόσο ο οσκαρικός Sam Rockwell (Vice, Οι Tρεις Πινακίδες Εξω Από Το Έμπινγκ, Στο Μιζούρι) όσο και η κωμικός Rebel Wilson (Cats, Pain & Gain) ο πρώτος με την larger than life φιγούρα του drag αξιωματικού και η δεύτερη με τις… παιδαγωγικές παροτρύνσεις της στα παιδιά να κάψουν βιβλία καταφέρνουν απόλυτα αυτό το δίπολο.
Όμως η περίπτωση της προτεινόμενης για (το δεύτερο της φέτος,) Όσκαρ Scarlet Johansson (Marriage Story, Her, Jungle Book) είναι κάτι που πραγματικά ξεπερνά κατά πολύ τον σχεδιασμό του Taika Waititi. Η ηθοποιός καταφέρνει να ίπταται πάνω από τα δίπολα, τις αντιμαχίες και τη φρίκη και γίνεται ένας υπέροχα εύθραυστος φάρος ανθρωπιάς και αγάπης. Δε βουλιάζει ποτέ, σε κανένα σημείο της ταινίας. Στέκει αγέρωχη, σημαία και υπενθύμιση πως ακόμα και μέσα στην καρδιά του ναζισμού, κάποιοι πλήρωσαν το τίμημα και έμειναν Άνθρωποι.