To Netflix συνεχίζει να αναζητά μανιωδώς το next big thing στις ταινίες του και έτσι έχει στραφεί εδώ και καιρό στις μεταφορές comic. Μέχρι τώρα τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Τοξικά εκτρώματα τύπου Polar και αβάστακτα κακές δυστοπίες τύπου Τhe Last Days of American Crime καλύτερο θα ήταν να λείπουν. Σε αυτό το πλαίσιο, και με αυτόν τον ανταγωνισμό δεν είναι απορίας άξιο που το Τhe Old Guard, σε σκηνοθεσία της Gina Prince-Bythewood (Cloak & Dagger, Girlfriends) χωρίς να αποτελεί αποκάλυψη ή πολύ άνω του μετρίου, καταφέρνει να είναι μία από τις πιο καλές ταινίες της πλατφόρμας.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο comic του βραβευμένου με Eisner Greg Rucka (που εδώ εκτελεί και χρέη σεναριογράφου/ διασκευής), το οποίο ακολουθεί μια ομάδα αθάνατων πολεμιστών και το πώς αντιμετωπίζουν αυτή την κατάρα, τη μοναξιά και το μηδενισμό που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου. Ο Rucka (και περισσότερο ο σχεδιαστής Leandro Fernández) εστιάζουν πολλοί στους χαρακτήρες, αν και με ένα μονοχρωματικό και λίγο μονοδιάστατο τρόπο. Καταφέρνουν να θέσουν πολύ καλά τα θεμέλια των χαρακτήρων τους, με αρκετά εμπνευσμένα backstories, έχοντας αιώνες πίσω τους, όμως τελικά το παρόν τους αφήνεται κάπως έωλο, άθυρμα της καταιγιστικής δράσης και του ανελέητου πιστολιδιού. Το γενικό αποτέλεσμα, επιλογικά, φαντάζει άνισο.
Η διασκευή του Netflix ακολουθεί έναν παρόμοιο δρόμο ανισότητας, αλλά από διαφορετική σκοπιά. Τώρα είναι το παρελθόν και οι χαρακτήρες που συσκοτίζονται πλήρως, ενώ το παρόν φαντάζει ζωντανό και μυστηριώδες. Επιπρόσθετα, παρόλο που η δράση παραμένει το κύριο μέλημα, η Bythewood μοιάζει κάπως αμήχανη απέναντι της. Δεν μπορεί να ακολουθήσει τα δραστήρια, αειθαλή σώματα των πρωταγωνιστών της και ταυτόχρονα να επιβάλει στον φακό της μια σταθερότητα, με αποτέλεσμα αβέβαιες θολούρες, γκριζαρίσματα και κουνημένες λήψεις, οι οποίες κουράζουν. Σε σύγκριση δε με τις ζωηρόχρωμες σελίδες του comic, μοιάζουν πολύ φτωχές.
Την κατάσταση της ταινίας όμως σώζουν οι ηθοποιοί. Η χημεία των περισσότερων εξ αυτών δημιουργεί μια δεμένη ομάδα. Η κεφαλή αυτής, η μοναδική Charlize Theron (Monster, The Huntsman: Winter’s War), περνώντας κάποια δεύτερη νιότη ως action hero, αντλεί από τις εμπειρίες της ως Furiosa και Lorraine Broughton και μας δίνει μια συγκρατημένη, σωματική αλλά και συναισθηματική ερμηνεία. Κουβαλώντας στους ώμους της το βάρος αιώνων, κούραση αλλά και κουράγιο, η Theron, όπως και η υπόλοιποι της ομάδας, μας κάνει να κατανοήσουμε τελικά το τίμημα της αθανασίας. Μέχρι τουλάχιστον να ξεκινήσουν τα γκάνια.
Εξίσου κομβική είναι και η ερμηνεία του Matthias Schoenaerts (The Laundromat, A Hidden Life, The Danish Girl) ο οποίος εκφράζει λιτά αλλά λειτουργικά το άχθος των χρόνων. Παράλληλα, οι Marwan Kenzari (Aladdin, The Mummy) και Luca Marinelli (Trust), παίρνοντας αυτούσιες τις καλύτερες ατάκες από το comic, συνθέτουν το πιο αξιαγάπητο αθάνατο ζευγάρι σε ταινία δράσης. Ένα πολύ δυνατό, αν και διακριτικό σχόλιο για τον έρωτα πέρα από τον χρόνο, τη θρησκεία και τις φυλές. Δυστυχώς πολύ σύντομο και διακριτικό, όμως έγινε.
Παραφωνία στην ομάδα και στην ταινία αποτελεί η νεαρή KiKi Layne (If Beale Street Could Talk, Native Son), ο χαρακτήρας της οποίας ποτέ δεν καταφέρνει να ξεπεράσει την ενοχλητική αρχάρια φάση γνωριμίας και μένει απλά ένα ακόμα σώμα για σφαίρες.
Επίσης, ο κατά τα άλλα αγαπητός, Chiwetel Ejiofor (Doctor Strange, 12 Years a Slave) εδώ φαντάζει παροπλισμένος, παρά το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του έκανε μια στροφή 180 μοιρών σε σχέση με το comic, μάλλον για να αποκτήσει κάποιο βάθος. Δυστυχώς όμως δεν ξεπερνά τα κλισέ και, τελικά, κουράζει.
Εξίσου αδιάφορος και κακογραμμένος είναι και ο κεντρικός κακός της ταινίας, ο Harry Melling, (His Dark Materials, Harry Potter), ο χαρακτήρας του οποίου δεν έχει κανένα νόημα και θα μπορούσε να λείπει και στη θέση του να ήταν το απρόσωπο σύμπλεγμα των φαρμοκοβιομηχανιών, αφού τελικά, δεν ήταν παρά μια προσωποποίηση αυτού ακριβώς του εταιρικού κτήνους.
Τελικά, το The Old Guard σίγουρα δεν ανακαλύπτει κάποια νέα πλευρά ιστοριογραφίας, ενώ ακόμα και για ταινία δράσης με αθάνατους πολεμιστές δεν είναι τόσο σπουδαία (δύσκολα νικάς το Highlander η αλήθεια είναι). Όμως, καταφέρνει να συνδυάσει με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο τις ίδιες θεματικές με μια φρέσκια οπτική για τον νέο αιώνα, ενώ οι χαρακτήρες του είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί. Για αυτό και μόνο αξίζει τη θέαση.